Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Η ΑΠΑΞΙΩΣΗ του Μίμη Οικονόμου

Πρωτοχρονιάτικο διήγημα 
του Μίμη Οικονόμου
                                                         Η ΑΠΑΞΊΩΣΗ:
Είχε ακουμπήσει στα κάγκελα της γέφυρας, και τα μάτια του θολωμένα από τα δάκρυα κοίταζαν το νερό που ήσυχο ήσυχο και αθόρυβα έφευγε, έφευγε, ταξίδευε για την Θάλασσα, λες και βιάζοντας να φτάσει για να γνωρίσει καινούρια αειθαλή φυλλωμένα και άφυλλα δένδρα. Τεμπέλικα λοιπόν και όχι βιαστικά το νερό πέρναγε μπρος στα μάτια του και κάτω από την γέφυρα. Ξαφνικά και χωρίς να το καταλάβει, η σκέψη του λες και έπεσε στο νερό, και σαν να άκουσε και ένα μικρό πλάφ. Νόμισε πως βυθιζόταν και μαζί παρασύρονταν από τα ήσυχα, κατά τα άλλα, νερά του ποταμού.
Εκεί, στη μέση της γέφυρας περίπου, το νερό έκανε ένα μικρό κύκλο. Εκεί η φευγάτη σκέψη του, μπήκε στη δύνη του και γύριζε, γύριζε, έτρεξε στα περασμένα, στα παλιά, σε χωράφια οργωμένα, σε πλαγιές χορταριασμένες, σε βουνά χιονισμένα. Ανέβαινε κατέβαινε, εικόνες παλιές ξεθωριασμένες έρχονταν έφευγαν από την μνήμη του, θόλωναν, καθάριζαν, αλλά δεν μπορούσε να τις ολοκληρώσει. Όμως σήμερα πόναγε, πόναγε πολύ. Το αχ! ένας κόμπος που είχε σταματήσει στο λαιμό του και δεν έλεγε να φύγει, δεν τον άφηνε να σκεφτεί, δεν τον άφηνε να αναπνεύσει και οι παλιές εικόνες μπερδεύονταν με το καινούργιο αχ. Και να η ψυχή να πονάει, και να τα μάτια να θολώνουν και να τα δάκρυα που κατάφεραν να ξεφύγουν από τα μάτια, και να αυλακώνουν τα μαγουλά του. Όπως είχε μείνει ακίνητος, εκεί στην ίδια θέση για πολύ ώρα, το κρύο του πάγωσε τα χέρια. Η χιονισμένη γέφυρα βοηθούσε να κρυώσει ποιο γρήγορα. Κι’ αυτός εκεί, με όλα του μπερδεμένα κοιτούσε το ποτάμι. Μα για να λέμε την αλήθεια το παρακαλούσε να τον πάρει. Τα βάσανα, τα αχ ο πόνος της ψυχής του, μα προπαντός η απαξίωση ήθελε να βουλιάξουν μαζί του και να μην αφήσει πίσω του την δικιά του δυστυχία. 
                                                                           ****** 
Όλοι τον ζήλευαν, όλοι του έλεγαν μπράβο για να τον αγώνα που έκανε να πάνε τα παιδιά του καλά, να σπουδάσουν να τακτοποιηθούν. Αυτά τα μπράβο τον είχαν στηρίξει πολλές φορές του είχαν δώσει δύναμη έκανε τις νύχτες ημέρες και δούλευε και δούλευε τόσο που ξέχασε πως κι’ αυτός ήταν άνθρωπος και ίσως χρειαζόταν κάποιες ημέρες ξεκούρασης. Πόσες φορές δεν άκουσε τις Χριστουγεννιάτικες καμπάνες να κτυπούν και αυτός να είναι στην δουλειά. Πόσες φορές την Πρωτοχρονιά ίσα που πρόφτανε να είναι εκεί στην αλλαγή του χρόνου. Πόσες φορές ο επιτάφιος δεν πέρασε από μπροστά του και αυτός εκεί στην δουλειά του. Είχε όμως λόγο και αυτό του έφτανε, και ο λόγος ήταν τα παιδιά του, που ήταν γκεσέμια παντού και τράβαγαν μπροστά. Δεν ήθελε τίποτα να τους λήψη, ότι στερήθηκε αυτός και η γενιά του. Ονειρευόταν ομορφιές, χαρές, γλέντια, και όλα αυτά μέσα από τα παιδιά του, μέσα από τις αγκαλιές τους μέσα από την χαρά τους την ευτυχία τους από την καταξίωση. Και να! γέμιζαν οι μπαταρίες του, και να! καμάρωνε για το αποτέλεσμα. Τα όνειρα φτερούγιζαν και έκαναν φωλιές σε κάθε γωνιά σε κάθε δώμα, και η κούραση δεν φαινόταν, και ο αγώνας συνεχίζονταν, και τα χρόνια περνούσαν, και κάθε μέρα περίμενε την αναγνώριση, όχι από τον κόσμο που εκείνη την είχε αλλά από τους δικούς του βλαστούς, και περίμενε, περίμενε και η αγωνία μεγάλωνε, αργούσε να έρθει.                                                             ****** 
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων, από μέρες έβαζε κάτι στην άκρη για να κάνει και πάλι ένα δωράκι στον καθένα το συνήθιζε άλλωστε τόσα χρόνια, πόσο μάλλον που τώρα η οικογένεια είχε μεγαλώσει κι’ όλας. Ήρθαν νέα παιδιά που έκαναν και παιδιά. Και τα εγγόνια, προπάντων αυτά, ίδια χαδιάρικα γατάκια στην αγκαλιά του παππού για να τους πει κανένα παραμύθι καμιά ιστορία κανένα μύθο να τα ταξιδέψει σε θρύλους. Μα σήμερα δεν έβγαινε εκείνη η χαρά εκείνο το κέφι εκείνο το ποτάμι των παραμυθιών και να γεμίσει τα κεφαλάκια τους με παιδικές ιστορίες. Σήμερα όμως η καρδιά του ήταν ματωμένη, σήμερα πόναγε και πόναγε πολύ, η ψυχή του έκλεγε. Στριφογύριζε στο μυαλό του η συζήτηση που είχε κάνει, πριν λίγες μέρες με τα παιδιά του. Του είπαν ορθά κοφτά πως ήταν ένας αποτυχημένος, τίποτα δεν έκανε στην ζωή του, ούτε ένα σπίτι δεν έκτισες. Ούτε χρόνια ολόκληρα την ασφαλιστική σου εισφορά δεν πλήρωσες, ούτε σύνταξη δεν θα έχεις. Τίποτα στα νιάτα σου τίποτα και στα γεράματα είσαι ένας αποτυχημένος, και μην μας πεις πως δεν γινότανε δεν θα σε πιστέψουμε. Για κάποια στιγμή νόμισε πως ήταν όνειρο. Αποκλείεται να είναι αλήθεια όλα αυτά που άκουγε και από τα ίδια του τα παιδιά. Μα όταν τέλειωσε η συζήτηση, που περίμενε να ήταν η αναγνώριση από τα παιδιά του και πήγε με μια κρυφή περηφάνια να ακούσει. -Εσύ έκανες το καθήκον σου με το παραπάνω. ή τουλάχιστον όπως το κατάλαβες ή όπως μπόρεσες. Και μόνο αυτό θα έφτανε, και όχι μόνο θα έφτανε αλλά θα περίσσευε κι’ όλας. Σε ποιο γονιό δεν περισσεύει μια γλυκιά κουβέντα από τα παιδιά του; Και όμως τα παιδιά του ήξεραν γιατί του έλειπαν όλα αυτά, ήταν για μην λήψη τίποτα σε εκείνα. Όμως τι είχε ακούσει Θεέ μου, τι, Πάλι πόνος πάλι δάκρυα και τι δάκρυα τώρα, δάκρυα με αίμα από την καρδιά του, και πόνος; αβάσταχτος. Εκείνες τις ημέρες δεν μπορούσε να βαδίσει όλα γύρω του ήταν άγνωστα, ήταν κρύα, ήταν παγωμένα. Τώρα πλησίαζε Πρωτοχρονιά, που μυαλό για δουλειά που όρεξη για μίλημα. Αργά σβαρνιστά τα βήματά του τον έφεραν πάνω σ’ αυτή την γέφυρα και κοίταζε το νερό που κυλούσε αργά και χάνονταν, έτσι κύλησε και η ζωή του αργά, αργά όλο εμπόδια πολλά εμπόδια. 
                                                                         ***** 
Κάποιες παιδικές φωνούλες ακούστηκαν, και γέλια, γέλια πολλά, χαρούμενα από τα παιδάκια που παίζανε χιονιές. Όλα του φαίνονταν ψεύτικα, τα γέλια τους ειρωνεία. Κάποιες χιονιές έπεσαν στο ποτάμι. Πριν λιώσουν πριν γίνουν και αυτές νερό, εκεί ανάμεσά τους είδε ένα παιδάκι ξυπόλητο με ένα κοντό παντελονάκι να απλώνει τα χεράκια του για να πιαστεί από κάπου. Του φάνηκε γνωστό το παιδάκι αυτό, μα ναι ήταν ο ίδιος όταν ήταν παιδί ξυλιασμένα εκείνα τα χεράκια, ξυλιασμένα και τούτα τα κουρασμένα χέρια τώρα, στα κάγκελα της γέφυρας. Ο αγέρας άρχισε να του χτυπά το πρόσωπο, το παιδάκι έμεινε εκεί ξυλιασμένο και με απλωμένα τα χεράκια, σα να του έλεγε πάρε με, πάρε με μα που να σε πάω, είπε μουρμουρίζοντας, ζωή ήταν αυτή που έκανα ως τώρα; Η ζωή που πέρασε, και του είπαν τόσα μπράβο, δεν ήταν παρά ένα φτύσιμο από τα ίδια του τα σπλάχνα. Ο ίδιος του ο αγώνας τον δικαίωνε, τα παιδιά του όμως όχι. Τα δάκρυα έτρεχαν και η σκέψη πηδούσε από το ένα στο άλλο, ακροβατούσε μπορείς να πεις, πήγαινε πίσω στο μακρινό παρελθόν ξανάρχονταν μπροστά. Προσπαθούσε να εστιάσει τις χαρούμενες και ευτυχισμένες στιγμές. Ναι ήταν ευτυχισμένος γιατί αγωνίστηκε τίμια, ειλικρινά, δεν ντρέπονταν για τίποτα από όσα είχε κάνει. Όμως τώρα πονούσε, στέναζε ασήκωτες λέξεις ήταν αυτές που άκουσε. Ένοιωθε μόνος, ολομόναχος, πονεμένος, πικραμένος, απογοητευμένος. Το όραμα από το παιδάκι στο ποτάμι, καθώς έλειωναν οι χιονιές βυθίζονταν βυθίζονταν και χάνονταν, όχι είπε και ξεκόλλησε από τα κάγκελα τα χέρια του, έσκυψε να πιάσει το παιδί που βυθιζόταν. Ένα δυνατό πλάφ ακούστηκε και το νερό τον τύλιξε και όπως πάγωνε προσπαθώντας να βρει την χαμένη του αθώα νιότη, σκέφτηκε, δεν μου άξιζε η περιφρόνηση δεν μου άξιζε. Το νερό τον σκέπασε, ήταν κι’ αυτό μια αγκαλιά…
31 Δεκεμβρίου 2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου