Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Νίκος Καρακώστας



 Νίκος Καρακώστας 
Το δημοτικό τραγούδι
Δροσερό σαν τις πηγές του Βουνού, ανάλαφρο σαν το θρόισμα των φύλλων,  Ευωδιαστό σαν την μυρωδιά των Αγριολούλουδων.
ο Νίκος  Καρακώστας  που με το κλαρίνο του μάγεψε, έγινε ξακουστός στα πέρατα, ακόμα και στο εξωτερικό έγινε θρύλος χωρίς να πάει ποτέ. Ξεχωριστή καλλιτεχνική αξία. Θεοφώτιστο ταλέντο Έπαιξε τα μεράκια του κόσμου με ξεχωριστή δεξιοτεχνία.
Όμως  δεν τιμήθηκε ποτέ για την προσφορά του στο ανόθευτο Δημοτικό Τραγούδι από την πόλη του και προπαντός από το χωριό του, που αρκετοί πρέπει να πούμε, δεν τον ξέρουν κιόλας. Δημιουργός ξεχωριστός, το παίξιμό του ανάλαφρο σαν το αεράκι του χωριού του μυρίζει θυμάρι, έλατο,
οξιά και ρίγανη. Αύρα θαρρείς από τις πλαγιές και τα βουνά του χωριού του φιλτραρισμένο από τα φύλλα της οξιάς. Δροσερό δαντελένιο Κυλαριστό νεράκι απ’ τις πηγές των κορυφών της Πίνδου που ποτίζουν τα αγριοπούλια, τα κοπάδια, τα χορταράκια και σμίγει με τα τρία ποτάμια και ανακατεύεται και αφρίζει και ανταμώνει με τον Ασπροπόταμο. Και οι βοσκοπούλες στις βρύσες με τις βαρέλες και τις φτσέλες. Φοβάμαι πως οι δημιουργοί της Δημοτικής μας παράδοσης είναι, για πολλούς οι γύφτοι, οι ταπεινοί, οι καταφρονημένοι.  Και όμως αυτοί οι απλοί οι σιδεράδες, οι καλαϊτζήδες, οι διασκεδαστές μας είναι που κράτησαν το Δημοτικό μας τραγούδι, και το έχουμε σήμερα δροσερό και ανόθευτο.  Μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν ντροπή να παίζεις κλαρίνο. Κάθε μουσικός ήταν χωρίς όνομα ήταν ο γύφτος. ήταν παρακατιανός δεν του έδιναν να φάει από το ίδιο πιάτο από το ίδιο κουτάλι (χλιάρι) ήταν Γυφτοκώστας, Γυφτονίκος Γυφτογιώργος κ.λ.π.
Όμως κάποια μεγάλα ταλέντα που η φύση είχε προικίσει με ξεχωριστές ευαισθησίες άκουσαν τις δονήσεις που πάλλονταν μέσα τους δεν λογάριασαν κανένα και έτσι έχουμε σήμερα εμείς και απολαμβάνουμε τις ξεχωριστές τους ερμηνείες. Ένας από αυτούς είναι και ο Νίκος Καρακώστας.
Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι οι αγράμματοι οι απλοί, μας έμαθαν πως υπάρχει  Δημοτικό τραγούδι. Ηρωικό, Ιστορικό, Ερωτικό, της Τάβλας της Ξενιτιάς, Μοιρολόγι, του Γάμου. το Νανούρισμα. 
Αυτοί λοιπόν το ανέδειξαν και μας έμαθαν τους λαϊκούς μας ποιητές τους άγνωστους  που με τα μεράκια τους έγραψαν το τραγούδι του Λαού. Ρυθμοί ατέλειωτοι, Συγκινήσεις αλησμόνητες, Στιγμές μοναδικές. αυτό είναι το Δημοτικό τραγούδι το ταπεινό μα τεράστιο, το απλό μα μοναδικό, γύρω από αυτό υφάνθηκαν όνειρα,  όμορφα, λιτά, πραγματοποιήσιμα. Το πλησίασαν αυτοί οι λαϊκοί καλλιτέχνες του λαού. Τρυφερά σαν ένα χάδι, απαλά σαν κάτι το εύθραυστο, λες και το νανούριζαν. το γλυκοκοίμιζαν  το προστάτευαν. και σε μας έρχονταν δυνατό χαρούμενο ευχάριστο.
Γιατί από μέσα του έβγαζαν την σοφία το μεράκι και την ψυχή του Λαού.
Αυτό είναι το τραγούδι του Λαού, που του τραγούδησε τα μεράκια, τους πόθους και τα πάθια, τους καημούς και τις χαρές, με το τραγούδι ερωτεύονταν με το  τραγούδι χόρευαν
με το  τραγούδι ξεφάντωναν με το τραγούδι ξενιτεύονταν παίρνοντας μαζί τους τα λόγια του, με το τραγούδι παντρεύονταν και πέθαιναν με το τραγούδι.
Αυτό είναι το Δημοτικό τραγούδι αυτός είναι ο υπέροχος Ελληνικός λαός..
Μετά από την εισαγωγή αυτή πρέπει να πούμε πως η φήμη του Νίκου Καρακώστα έφτασε στα πέρατα λίγοι πραγματικά γνώρισαν την δόξα και την φήμη του και όσο περνάει ο καιρός τόσο ακόμα μεγαλώνει τόσο τον χρειαζόμαστε γιατί σήμερα οι Λαϊκοί μας καλλιτέχνες μπέρδεψαν την παράδοση με το μαγευτικό σκοπό, με τα ξενόφερτα μουσικά ακούσματα και τα ανακάτεψαν και κινδυνεύει η μουσική μας ταυτότητα.  Το μαγευτικό παίξιμο λοιπόν του Νίκου Καρακώστα που φιλτράρονταν μέσα από το τεράστιο μουσικό του ταλέντο έβγαινε από το κλαρίνο του ο ήχος μαγικός.
Πολλές φορές  γίνονται συζητήσεις ή γράφονται κάποια πράγματα που πιστεύω δεν γράφονται με σκέψη από την καρδιά ή το μυαλό αλλά από τα πόδια. Με ότι έχει ο καθένας σκέφτεται. Νομίζουν πως μόνο ο χορός  φτάνει, πως είναι μόνο η κίνηση που αξίζει, και ο καλός χορευτής είναι αυτός που και το λυγερόκορμο κορμί τον βοηθάει και οι καλές φιγούρες. Αλλά αν προσέξετε καλά ένα χορευτή θα δείτε πως όλα τα κάνει μηχανικά, κι αυτό γιατί δεν έμαθε τον στοίχο τη ακριβώς λέει.
Έτσι το δημοτικό μας  τραγούδι είναι και μουσική και λόγος και όχι μόνο κίνηση.
Παρασύρουμε όμως εύκολα και πλατειάζω, και ξεστρατίζω, και χάνουμε σε σοκάκια και σε στράτες. σε πλαγιές και σε  λιβάδια  αλλά ας είναι. Έτσι είναι όπως είπαμε το Δημοτικό μας τραγούδι, εύκολα σε παρασέρνει και σε στροβιλίζει. Ο Νίκος Καρακώστας γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1885 άλλοι γράφουν το 1881 στην πολύ γνωστή μας Κρανιά Ασπροποτάμου. (η διαφορά είναι γιατί τα αρχεία της Κοινότητας κάηκαν από τους Γερμανούς) Είναι το τρίτο παιδί του τσαρουχά  Κώστα  Καρακώστα  Πεντάχρονος ο Νίκος κατέβηκε μαζί με την οικογένειά του στην Καλαμπάκα για δουλειά και για το σχολείο των μεγαλύτερων παιδιών. Όταν ο Νίκος έγινε περίπου 11 χρονών  η οικογένεια του κατέβηκε στο Δομοκό.  Εκεί μαζί με τα άλλα του αδέλφια ήταν καλφάκια και μάθαιναν κοντά στον πατέρα τους την τέχνη του, δηλαδή την τέχνη του τσαρουχά. Τσαρουχάς ο πατέρας του Νίκου Καρακώστα  ο Κώστας Καρακώστας, τσαρουχάς και ο πατέρας του Βασίλη Τσιτσάνη, Κώστας Τσιτσάνης. Κοίτα  σύμπτωση τα παιδιά δυο τσαρουχάδων έγιναν οι αναφορές και τα σύμβολα στο Δημοτικό και το λαϊκό μας τραγούδι.. Στο Δομοκό και στα γύρω χωριά και στην Λαμία ακόμα, σε γάμους και στα πανηγύρια άκουσε τους ξακουστούς εκείνης της εποχής κλαριτζίδες. Ο ήχος του κλαρίνου, που του ήταν και γνωστός, από τους διασκεδαστές της περιοχής του, από τον Αμάραντο και την Καστανιά. τον συνεπήρε. Το μικρό Νίκο το όργανο αυτό τον μάγεψε Τούτο το όργανο που είχε έρθει πριν από λίγα χρόνια, στην Ελλάδα και κατακτούσε συνέχεια φίλους βρήκε στον Νίκο Καρακώστα τον τέλειο εκφραστή του. (Ήταν είκοσι χρονών ή κατ’ άλλους 25 όταν πήρε στα χέρια του το όργανο αυτό το κλαρίνο και άρχισε να μαθαίνει) Αλλά και ο νεαρός τότε  Νίκος Βρήκε στο όργανο αυτό το μέσον που θα έβγαζε με ξεχωριστό τρόπο τα πάθεια, τους καημούς και τα μεράκια του κόσμου. Θα τα ανακάτευε με το αίμα της καρδιάς του, θα τα ζύμωνε με το είναι της ψυχής του για να τα αφήσει παρακαταθήκη στον Ελληνικό λαό.
Για αυτό και το παίξιμό του είναι μοναδικό ξεχωριστό, ανεπανάληπτο.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως ο Νίκος Καρακώστας δεν προέρχονταν από γύφτικη γενιά και για την εποχή του ήταν δύσκολο και περιφρονητικό να είσαι οργανοπαίχτης,  Χρειάζονταν πάνω από το ταλέντο και να έχεις και ατέλειωτες ψυχικές δυνάμεις να αντέξεις τον τίτλο του γύφτου. (Το κλαρίνο μπήκε στις λαϊκές κομπανίες γύρω στο 1840) από τη Μακεδονία και την Ήπειρο γρήγορα έφτασε και στα Νησιά ακόμα, παίρνοντας την θέση της φλογέρας και του ζουρνά. Το 1905 ο Νίκος Καρακώστας  παντρεύτηκε  και  από το γάμο αυτό γεννήθηκαν 13 παιδιά,. που για τις ανάγκες τους για να πάνε στο σχολείο, ο Νίκος Καρακώστας  κατέβηκε στην Λαμία
Μέσα στις φλέβες του κυλά ορμητικό το κρυστάλλινο νερό του χωριού του, δονίζεται το είναι του. Οι μνήμες  μπερδεύονται με  τα κελαηδίσματα των πουλιών, το φύσημα του ανέμου, το παιχνίδισμα του φεγγαριού στις ακροποταμιές,  όταν τα  παράθυρα των κοριτσιών ανοιγόκλειναν αθόρυβα να ακούσουν την φλογέρα των βοσκών και να ονειρευτούν και να σκιρτήσει η καρδιά τους και να τραγουδηθεί το κεντητό μαντήλι και η σαΐτα του αργαλειού με το υφάδι να τρέχει γρήγορα ανάμεσα στο στημόνι. Ο Ήλιος κυνηγά το ξημέρωμα τις σκιές από τις στάνες, τα κοπάδια σκαρίζουν από τα γρέκια, τα κουδούνια αντηχούν στο ξύπνημά τους, οι στρούγκες περιμένουν για το άρμεγμα, τα στάλια είναι έτοιμα για το μεσημεριανό ύπνο. οι παιδικές μνήμες από το ελατοδασομένο χωριό του, τον ακολουθούν. Όλα αυτά είναι προίκα του Νίκου Καρακώστα  από το ορεινό χωριό του, την Κρανιά Ασπροποτάμου έτσι πάντρεψε τις μνήμες με την πραγματικότητα το βουνό με τον κάμπο την πλαγιά με το λιβάδι το Χωριό με την Πόλη και το κλαρίνο του, όπως είπαμε, μάγεψε. Έγινε πολύ γρήγορα ξακουστός όχι μόνο στην Λαμία την Θεσσαλία και προπαντός στα Τρίκαλα, αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Τον καλούν λοιπόν από κάθε σημείο της Ελλάδας Έτσι οι καλλιτεχνικές υποχρεώσεις του μεγάλωσαν (καθώς και της οικογένειάς του, που τώρα οι απαιτήσεις οι ανάγκες και τα έξοδα πλήθαιναν) παράτησε λοιπόν τα τσαρούχια και ασχολήθηκε μόνο με το κλαρίνο.
Γύρω στο 1925 τον βρίσκομαι να παίζει κλαρίνο στο «Κέντρο έλατος» στην πλατεία Λαυρίου. Εκεί για τριάντα χρόνια, βρήκε τον τρόπο να απελευθερώνει τις μνήμες του και να τις κάνει τραγούδι, Εκεί εύρισκαν οι μερακλήδες, οι πονεμένοι, οι ερωτευμένοι, οι ξενιτεμένοι την αστρέχα να κάνουν τον πόνο τους χαρά, τον νταλκά τους και το μεράκι αύρα. Εκεί το κλαρίνο του Νίκου Καρακώστα τους άρπαζε τους σήκωνε και τους στροβίλιζε σε κόσμους μαγικούς αέρινους μοσχοβολιστούς και τους διασκέδαζε. Εκεί το 1955 σε ένα αποκριάτικο γλέντι σε ένα ξεφάντωμα από αυτά που ο Νίκος Καρακώστας ήξερε να δημιουργεί εκεί πάνω στο πάλκο άφηνε την τελευταία του πνοή.
Ήταν 27 Φεβρουαρίου του 1955 όταν το κλαρίνο του Νίκου Καρακώστα σίγησε.
Πάνω στην πλάκα του τάφο του ζήτησε να του γράψουν.
"Εγώ φτωχός γεννήθηκα φτωχός και θα πεθάνω
 μα μερακλής να γράψετε στον τάφο μου απάνω"
Όταν ο Νίκος Καρακώστας έφυγε ήταν μόνο εβδομήντα χρονών. Άλλη σύμπτωση 70 χρονών έφυγε και ο Τσιτσάνης
Όμως μας άφησε παρακαταθήκη τις αξεπέραστες εκτελέσεις τόσο σε σόλο, όσο και σε  συνεργασία με τους μεγάλους εκείνης της εποχής τραγουδιστές. Γιώργο Παπασιδέρη,
Γεωργία Μηττάκη, Γιώργο Νάκο, Μιχάλη Καλέργη, Ρίτα Αμπατζή, Ρόζα Εσκενάζυ και άλλους λιγότερο γνωστούς. παντού όμως η σφραγίδα του είναι εμφανής.
Ο Νίκος Καρακώστας μαζί με το Γιώργο Ανεστόπουλο και τον Νίκο Ρέλλια, που αυτός έγραψε και πολλά τραγούδια στην Αμερική με άλλες μεγάλες φωνές εκεί που εκπροσώπησαν την Ελλάδα μας τα ξενιτεμένα παιδιά της στα πέρατα επάξια, έχουν τις περισσότερες συμμετοχές  στα πριν την Κατοχή και μέχρι το 1950 που η ηχογραφήσεις γίνονταν σε κέρινες μήτρες και μπροστά σε κείνα τα χωνιά. Και ακολουθεί ο Βάγιος Μαλλιάρας και ο Τάσος Χαλκιάς, ο Βασίλης Μπατζής ο Βασίλης Σολέας. και ο Βασίλης Σούκας. και πολλά ακόμα κλαρίνα από Ρούμελη και Ήπειρο
Η Παρουσία του Νίκου Καρακώστα στα δημοτικά μας τραγούδια με το ξεχωριστό παίξιμο έχει μια επάρκεια που δεν την συναντάς εύκολα.
Το παίξιμο του απαλλαγμένο από τσαντιρορυθμούς, από άχρηστα στολίδια δονούν την ψυχή μας, μας ταξιδεύουν σε κόσμους μαγικούς  μας απογειώνουν.
Είναι μεγάλος καλλιτέχνης γι’ αυτό οι εκτελέσεις του είναι αξεπέραστες.
Και σαν οικογενειάρχης ήταν επιτυχημένος τα μισά από τα παιδιά του σπούδασαν
και μάλιστα δυο του παιδιά έφτασαν στο βαθμό του Στρατηγού και του Πτέραρχου.
Στο τέλος τα παιδιά του, του είχαν εξασφαλίσει εισόδημα να μην δουλεύει.
Όμως το μεράκι που πάντα τον ακολουθούσε δεν τον άφηνε.
Έτσι ο χάρος τον ξεγέλασε και τον πήρε πάνω σε μια ευτυχισμένη στιγμή, πάνω σε γλέντι.
Και με τους φίλους και συνεργάτες του ήταν αγαπητός και ανοιχτόκαρδος.
Ποτέ του δεν πρόδωσε δεν στεναχώρησε και δεν πίκρανε φίλο του. Σήμερα που το δημοτικό τραγούδι μπαίνει και στο ακουστικό μενού των νέων μας όλοι ψάχνουν να μάθουν τη τέλος πάντων είχε αυτό το παλιό δημοτικό τραγούδι που δεν έχουν τα σημερινά.
Είναι εύκολο να το πεις Οι παλαιότεροι βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τους καημούς και τα μεράκια, τους πόθους και τις λαχτάρες του λαού μας Έβλεπαν άκουγαν και τραγουδούσαν.
Έπαιρναν λοιπόν τα μεράκια τους, και  τους τα επέστρεφαν τραγούδι. Οι οργανοπαίχτες κοιμόταν κι’ αυτοί δίπλα τους περνούσαν δίπλα τους έφταναν οι ανάσες τους κοντά τους και μαζί με το φυσικό περιβάλλων οι δοξαριές του βιολιού, οι νότες του κλαρίνου και το παίξιμο του λαούτο είχαν το πάντρεμα της φύσης. Σήμερα ακούν, βλέπουν, και ονειρεύονται μέσα στα κουτιά των πολυκατοικιών και δεν βλέπουν ούτε τα άστρα στον ουρανό πως λοιπόν να παίξει κάποιος το ίδιο;   

εργασία:   Μίμη Οικονόμου 27 Φλεβάρη 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου