Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Πάσχα στις Φυλακές της Αίγινας




με κοντό παντελόνι
Πάσχα στις Φυλακές της Αίγινας 
     Μια αληθινή ιστορία





με μακρύ παντελόν
του Μίμη  Οικονόμου
Από τα άγρια μεσάνυχτα είχα σηκωθεί και ήμουν έτοιμος για το ταξίδι. Κάθε τόσο πήγαινα στο παράθυρο άνοιγα προσεκτικά το παραθυρόφυλλο, να μην ξυπνήσω τους άλλους που μέναμε μαζί στο ίδιο δωμάτιο, να δω αν είχε χαράξει. Και όμως δεν χάραζε. Ο ήλιος, μετά την Ανάσταση, λες και αποκοιμήθηκε και δεν φώτιζε.Εγώ όμως βιαζόμουνα ήθελα να φύγω να προφτάσω το τραίνο για τον Πειραιά και το καραβάκι που θα με πήγαινε στην Αίγινα.
 
Ετούτο το Πάσχα θα ήταν αλλιώτικο από τα άλλα. τούτο το Πάσχα ήταν ξεχωριστό. Πω! πω! Θεέ μου!. Θεέ μου άντε να ξυπνήσεις τον Ήλιο, άντε καμιά φορά, άντε να ξημερώσει. Η μέρα δεν έλεγε να χαράξει και η δικιά μου αδημονία δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Άνοιξα κι’ εγώ την πόρτα και έφυγα στα σκοτάδια. με τα πόδια για τον σταθμό Ομονοίας, απ’ που θα έπαιρνα τον Ηλεκτρικό για τον Πειραιά.
Έβγαλα εισιτήριο μετά επιστροφής πληρώνοντας δύο + δύο δραχμές ως τον Πειραιά, κατέβηκα στο υπόγειο που περνούσαν οι συρμοί και περίμενα.
Οι ράγες έσκουξαν και ο θόρυβος πολλαπλασιάστηκε στην γαλαρία του σταθμού σημάδι πως έρχονταν το τρένο που θα κόνταινε  την απόσταση που με χώριζε από την Αίγινα. Ατέλειωτος ο χρόνος, μου φαίνονταν κουρασμένο το τρένο, και το δικό μου βαγόνι λες και δεν κουνιόταν. Αν δεν άκουγα και το σύρσιμο πάνω στις γραμμές θα πίστευα πως δεν ήθελε να πάει στον Πειραιά. Βγήκαμε από τις γαλαρίες και δεξιά αριστερά στην διαδρομή τώρα, μποστάνια που τα περνούσαμε βιαστικά Άλλες φορές τα χάζευα αλλά σήμερα; Σήμερα ήταν αλλιώς σήμερα βιαζόμουνα και είχα ένα χτυποκάρδι λες και η καρδιά μου ήθελε να βγει από τα στήθια μου. Επιτέλους έφτασε βγήκα βιαστικά από το σταθμό και έτρεξα στην Παραλία του λιμανιού που ήταν κάτι μικρά καραβάκια που πήγαιναν στην Αίγινα. Έβγαλα και εδώ εισιτήριο μετά επιστροφής 18+18 δραχμές.
Και ανέβηκα τρέχοντας στο κατάστρωμα και πήγα στην πλώρη να αγναντέψω την Αίγινα. Μα μόνο στην Φαντασία μου την έβλεπα θολή στο βάθος του Ορίζοντα. 
Το καραβάκι έμεινε ακίνητο δεν ήταν η ώρα του να φύγει Μα τα ήσυχα νερά της θάλασσας χάιδευαν τα πλαϊνά του και ακούγονταν εκείνο το νανουριστό πάφλασμα. Το δικό μου μυαλό, η δικιά μου σκέψη όμως ταξίδευε, έτρεχε, ανακάτευε όνειρα και  πραγματικότητα. Έπρεπε ψύχραιμα αυτή τη φορά να λειτουργήσω. Να πληρώσω τα εισιτήρια  για να επιστρέψω στο γιατάκι μου. Όλα μου τα λεφτά έφταναν να πάω και να επιστρέψω. Σαράντα (40) δραχμές είχα όλα και όλα, δυο μεροκάματα δηλαδή.
Για φαΐ  ούτε λόγος αλλά δεν στεναχωριόμουν για αυτό. Με στεναχωρούσε που δεν μπορούσα να πάρω ένα πακέτο τσιγάρα και να πάω δώρο.
Σιγά - σιγά  το κατάστρωμα γιόμιζε από ταξιδιώτες και όλοι με καλάθια τσάντες και ντορβάδες γιομάτα με πίτες κουλούρια και κόκκινα αυγά ότι είχε η κάθε μάνα η κάθε γυναίκα η κάθε αγαπημένη. Μάνες με σκαμμένα πρόσωπα μαλλιά ασπρισμένα μέσα σε μαύρες μαντίλες Γυναίκες πρόωρα γερασμένες που ο πόνος είχε χαραχθεί στα μαγουλά τους η φρεσκάδα έφυγε και τα σφιγμένα χείλη έδειχναν μια καρτερικότητα. Αγαπημένες με ριχτά τα ξέπλεκα μαλλιά τους  άλλες με πλεγμένα μαλλιά δεμένα γύρω – γύρω από το κεφάλι και άλλες με κότσους, όμορφες όλες, σαν αρχαίες Ελληνίδες. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν και οι  ματιές τρυφερές, δυνατές, καθάριες. Παιδιά χαρούμενα πολύβουο μελίσσι δωδεκάχρονα και πάνω πήγαιναν επισκέψεις στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης στους πολιτικούς κρατούμενους στις φυλακές της Αίγινας στους φυλακισμένους της ντόπιας μισαλλοδοξίας. Κάθε 15 ημέρες πήγαινα επισκεπτήριο στις φυλακές να δω τον πατέρα μου και πάντα τον έβλεπα από την μέση και πάνω, και πίσω από ψηλή διπλή σήτα και κάγκελα ενδιάμεσα. Ποτέ μου δεν είχα κατορθώσει να δω πόσο ψηλός ήταν πόσο όμορφος ήταν και τι χρώμα είχαν τα μάτια του. Έτσι τώρα, όσο το καραβάκι έσχιζε τα νερά της ήσυχης θάλασσας, μου έρχονταν θολές μπροστά μου εικόνες. Εικόνες παλιές ξεθωριασμένες, αλλά, ποιες ήταν αληθινές και ποιες ήταν από αφηγήσεις δεν ξέρω.
  ****
Όλα σήμερα ήταν μπερδεμένα όλα σήμερα ήταν χαρούμενα όλα σήμερα έλαμπαν και όλους τους αγαπούσα. Επιτέλους έπειτα από 13 χρόνια θα έβλεπα τον Πατέρα μου ολόκληρο, θα τον έβλεπα μπροστά μου θα άπλωνα τα χέρια να τον αγκαλιάσω. Θα κούρνιαζα μέσα στην δικιά του αγκαλιά, θα με χάιδευε, θα με φιλούσε, πόσο μου είχαν λείψει αυτά. Άκουγες τους άλλους να φωνάζουν πατέρα και χωρίς να είσαι ορφανός δεν τον είχες μαζί σου να νιώθεις την ασφάλειά του. Όταν δεν σου λείπουν αυτά  δεν μπορείς να τα εκτιμήσεις. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι μεγάλο έλλειμμα είναι, να μην έχεις στις δυσκολίες σου, την αστρέχα του Πατέρα. Φέτος όμως, ετούτη την Μεγάλη βδομάδα ο Υπουργός Δικαιοσύνης είπε να αφήσουν τους Πολιτικούς κρατούμενους να αγκαλιάσουν τα παιδιά τους, και τις αγαπημένες τους στο διάδρομο κάθε ακτίνας για λίγα λεπτά. Δεν λογαριάζαμε το χρόνο πόσος θα  ήταν αρκεί που θα γινότανε. Θα ένιωθα τα δυνατά του μπράτσα να τυλίγονται  στο κορμί μου. Θα μύριζα του κορμιού του την αύρα θα έβλεπα το μπόι του το χρώμα των ματιών του.  Και εγώ είχα να νιώσω την αγκαλιά του από 1948 που μικρούλης τότε με πέταγε πάνω ψηλά και με έπιανε. Αλλά και πάλι σε ένα διάδρομο στις παλιές φυλακές Τρικάλων.
Τώρα ήμουνα 15 χρονών είχα μεγαλώσει είχα φορέσει κα μακρύ παντελόνι, Θα είχε και αυτός μπροστά του ένα αντράκι που δούλευε μόνο του στην Αθήνα και πήγαινε και σχολείο για να νιώθει ο πατέρας του υπερήφανος. Σήμερα λοιπόν θα τον έβλεπα χωρίς αυτές τις καταραμένες τις σήτες και τα χοντρά κάγκελα που μετά από κάθε επισκεπτήριο τα μάτια έβλεπαν χιλιάδες χρώματα σε μικρά κομματάκια και προσπαθούσες πάλι μετά από ώρα να συνθέσεις έξω από την Φυλακή μια καινούρια εικόνα.
Τα παιδιά έπαιζαν έτρεχαν φώναζαν χαίρονταν. Θα έβλεπαν όπως και εγώ τον πατέρα τους. Όλες οι κοπελιές ήταν με εμένα μπροστά στην πλώρη και αγνάντευαν και αυτές το βάθος του Ορίζοντα. Σαν καλομαστορεμένο υνί του γεωργού που σχίζει την γη και δέχεται το σπόρο να καρπίσει  έσχιζε την μικροκυματούσα θάλασσα το καραβάκι και αντί να αφήνει δεξιά αριστερά χώμα άφηνε μια άσπρη αφροδαντέλα που σχεδόν το αγκάλιαζε μέχρι πίσω. Να! αχνοφάνηκε τώρα στο βάθος ένας μαύρος όγκος που όσο πάει και μας πλησιάζει Είναι περίεργο, όταν ακουμπάς στην κουπαστή και μπροστά στην πλώρη θαρρείς πως ταξιδεύουν τα νησιά και έρχονται αυτά κοντά σου. Μια τέτοια αίσθηση έχεις. Τώρα άρχισαν να σχηματίζονται τα βουνά τα σπίτια τα δένδρα. και ο κυματοθραύστης του Λιμανιού που όλο και μας πλησιάζει. Και να σε λίγο φτάνουμε μπαίνουμε στο λιμάνι βόγκηξαν οι μηχανές γυρίζοντας ανάποδα να κόψουν την ταχύτητα και να πλησιάσει ομαλά στο πλάι της προβλήτας. σταμάτησε κατέβηκαν οι σκάλες. Και ο κόσμος, αυτός ο λαός από όλα τα μέρη της Ελλάδας, πήρε το δρόμο για τις φυλακές. Μαζί τους και εγώ, όλοι κάτι κράταγαν στα χέρια, κάτι είχαν να πάνε στο δικό τους φυλακισμένο, μόνο εγώ δεν είχα τίποτα, ούτε ένα πακέτο τσιγάρα.
Οι γυναίκες με καλάθια τσάντες και ντορβάδες που από τα ανοίγματα τους ξέφευγαν οι μυρωδιές των σπιτικών φαγητών και ξεχύνοντας γύρω μας προκαλώντας τις μύτες μας. Και φτωχοί και πεινασμένοι αχτύπητο δίδυμο για να περάσεις το μήνυμα που θέλεις αλλά και να κάνεις αυτό που θέλεις
Επιτέλους μπήκαμε στα πεύκα και πήραμε την ανηφόρα για τις φυλακές.
Μια σιδερένια πόρτα και ψηλά τοίχοι με φυλάκια που το καθένα είχε έναν οπλισμένο χωροφύλακα που έκανε βόλτες στην μικρή του σκοπιά.
Μαζευτήκαμε ένα γύρω όλοι έξω από την πόρτα της φυλακής, που ακόμα δεν είχαν αρχίσει τα επισκεπτήρια και θα μπαίναμε ανάλογα με τις Ακτίνες. Η καρδιά μου πάει να σπάσει η αγωνία κορυφώθηκε. Πως θα είναι αλήθεια, Αυτή η λεβεντιά που έβγαινε στα γράμματά του θα είχε καμιά σχέση με τον άνδρα που θα δω;  Με έτρωγε λοιπόν η περιέργεια. Κάποια στιγμή έτρεξε το σιδερένιο παραθυράκι της σιδερόπορτας της φυλακής και δυο μάτια φάνηκαν στο άνοιγμά του.
Και άρχισε να φωνάζει τις ακτίνες που θα έμπαιναν στο επισκεπτήριο. Από την τεράστια πόρτα άνοιξε μια μικρή πόρτα να μπαίνουν και να ελέγχουν τους επισκέπτες. Ο δικός μου φυλακισμένος ήταν στην τέταρτη ακτίνα. Δεν ήμουν από τους πρώτους.
 Όταν βγήκαν αυτοί που πήγαν πρώτοι στο επισκεπτήριο, έβγαιναν με μάτια βουρκωμένα και η μάνες και οι γυναίκες με αναστεναγμούς. Όσες  είχαν μαντήλια σκούπιζαν τα μάτια τους, οι μάνες με τα κεφαλομάντηλα και οι άλλες με την ανάποδη της παλάμης τους. Δεν μιλούσαν τα παιδιά τώρα δεν ήταν χαρούμενα είχαν κολλήσει πάνω στις φούστες από τις μάνες και αυτά είχαν αφήσει τα δάκρυα να κατρακυλούν στα παιδικά τους προσωπάκια. Ανησυχήσαμε κάτι θα συνέβηκε δεν μπορεί να μπουν χαρούμενοι και να βγουν με δάκρυα. Επιτέλους ήρθε και η σειρά μου μπήκαμε όλοι στο κανονικό επισκεπτήριο στην σήτα πρώτα και είδα τον πατέρα μου να είναι χαρούμενος να μην ξέρει τι να πει. Ήρθε κοντά στην σήτα με τα χοντρά κάγκελα. Να, μου λέει, σε λίγο θα έρθεις δίπλα στον διάδρομο θα είναι και ο μπάρμπας ο Τάκης. Κανόνισα να είναι μεγαλύτερος ο χρόνος. Έτριξαν για άλλη μια φορά οι σύρτες και μια βαριά πόρτα άνοιξε πρόφτασα να ρίξω μια γρήγορη ματιά στο χώρο που θα τον συναντούσα πριν ξεχυθούμε σαν τα βυζανιάρικα αρνιά στα γαλάρια πρόβατα. Ένας στενόμακρος χώρος ήταν. Μπήκα και περίμενα, όπως και οι άλλοι να ανοίξει μια άλλη πόρτα να βγουν και να έρθουν από εκεί οι φυλακισμένοι Βλέπω ένα γρήγορο άνδρα να τρέχει προς το μέρος μου όμως δεν ήταν ο πατέρας μου με προσπέρασε και αγκάλιασε μια κοπέλα με σταρένια μακριά μαλλιά και την φιλούσε και της έλεγε αγάπη μου Άγγελλέ μου. Είχα σαστίσει είχα μείνει ακίνητος. Η κοπέλα δεν μιλούσε έκλεγε και είχε κρεμαστεί επάνω του Κοιτώντας αυτούς ένοιωσα δυο δυνατά χέρια να με αρπάζουν να με σφίγγουν και να με φιλούν και από κάποια χαραμάδα από την αγκαλιά του είδα να έρχεται ένα κύριος ακουμπώντας στον τοίχο ήταν ο Μπαρμπατάκης. Δεν μπορούσα να σκεφτώ να μιλήσω να πω κάτι αλλά ούτε και αυτοί μου έλεγαν τίποτα με έπαιρνε ο ένας αγκαλιά με έπαιρνε ο άλλος και με έσφιγγαν και με φιλούσαν και κάτι μουρμούριζαν τι έλεγαν όμως δεν καταλάβαινα. Ακούστηκε ένα κουδούνι σημάδι πως το επισκεπτήριο τέλειωσε Τότε χαλάρωσαν την αγκαλιά τους και πρόσεξα πως ήταν ο πατέρας. Ένας σαραντατριάχρονος όμορφος άνδρας με καταγάλανα μάτια, και προπαντός με πολύ δύναμη. Οι φύλακες μπήκαν στην μέση πηγαίνοντας τους φυλακισμένους στα κελιά τους και εμάς στην έξοδο.
Στο καραβάκι της επιστροφής, δεν ήμασταν στην πλώρη τώρα όπως όταν ερχόμασταν αλλά στην πρύμη, και το νησί της Αίγινας απομακρύνονταν  μέχρι που χάθηκε στο απογευματινό αντιφέγγισμα και στα γαρούφαλλα του δειλινού που λέει και ο ποιητής.
Εκεί στην κουπαστή ακουμπισμένη η κοπέλα με τα μακριά σταρένια μαλλιά ριγμένα στις πλάτες της αλλά και την αύρα της Θάλασσας να παιχνιδίζει μαζί τους.
Πάσχα και αυτό!  Δεν ξέρω πόσο κράτησε, λίγα λεπτά, λίγες ώρες;
Χωρίς σούβλες αρνιά και τραγούδια ήταν όμως το καλύτερό μου Πάσχα το πιο ευλογημένο. Η μυρωδιά και τα φιλιά του πατέρα με ακολουθούσε για καιρό.
Μαζί μας ανέβηκαν και κάποιοι κρατούμενοι που τους είχαν δεμένους με χειροπέδες δύο, δύο χέρι δεξί με χέρι αριστερό που εύστοχα ο ποιητής μνημονεύει σε ποίημά του ο καθένας είχε την ξύλινη βαλιτσούλα του στο ελεύθερο χέρι. και μια σαν καμπαρτίνα ριγμένη πάνω στις χειροπέδες να μην προκαλούν την λύπη από τους άλλους ταξιδιώτες. κατέβηκαν μια σκάλα και τους πήγαν κάπου απόμερα.
Ήταν αυτοί που εκείνη την ημέρα δεν είχαν επισκεπτήριο δεν είχαν κάποιον δικό τους κοντά τους για το Πάσχα Εμένα μου φάνηκαν οι ματιές τους, όταν με κοίταζαν, γαλήνιες και περήφανες ότι έκαναν το χρέος τους.
Πάνω από μισός αιώνας πέρασε από τότε. Το καραβάκι είναι ολοζώντανο μπροστά μου να σχίζει την χαδιάρα Θάλασσα την ελαφροκυματούσα η πλώρη του. Ακόμα βλέπω την κοπέλα με τα σταρένια ξέπλεκα μαλλιά να κοιτά τον ορίζοντα που κάθε φορά την απομάκρυνε από το όνειρο να ζήσει με τον αγαπημένο της. Ακόμα βλέπω τις μάνες και τις γυναίκες με τα χοντρά σκασμένα χέρια να σκουπίζουν τα δάκρια τους. Ακόμα  ακούω τα χαρούμενα γέλια των παιδιών, όταν πηγαίναμε και την βουβαμάρα της επιστροφής, βυθισμένος ο καθένας στις δικές του σκέψεις. Ακόμα και σήμερα νιώθω άβουλα που στα επισκεπτήρια δεν μπορούσα να του πάω ούτε ένα πακέτο τσιγάρα. Αλλά το μεροκάματο τότε ήταν 20 δραχμές` να ταξιδέψεις με επιστροφή τα εισιτήρια ήταν 40 δυο μεροκάματα δηλαδή. Κάθε φορά έμεινα δυο μέρες νηστικός για να μπορέσω να δω τον κρατούμενο πατέρα μου πίσω από τις πικνοπλεγμένες σήτες και τα χοντρά κάγκελα.
Σήμερα που ο πατέρας μου βαδίζει προς τα 95 χρόνια θέλω να του πω (συγνώμη που δεν μπορούσα τότε να σου φέρνω ούτε ένα πακέτο τσιγάρα στα επισκεπτήρια).


2 σχόλια:

  1. Καλημέρα μημη τό 32%,το68%,τα πέρνει όλα δέν πρόκανε,Ο ΑΛΕΞΗΣ.να είσαι καλά νά θυμάσαι των πατέρα.Το σύστημα είναι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημέρα μημη τό 32%,το68%,τα πέρνει όλα δέν πρόκανε,Ο ΑΛΕΞΗΣ.να είσαι καλά νά θυμάσαι των πατέρα.Το σύστημα είναι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή