Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Επιστροφή: Διήγημα

Επιστροφή
                                       Διήγημα    Μίμη Οικονόμου
Το βροχερό βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς,
τον βρήκε να τριγυρνά στους δρόμους σκεφτικός.
Σε λίγες ώρες θα άλλαζε ο χρόνος ένας καινούριος χρόνος θα ξημέρωνε.
Ένας χρόνος ακόμα, σκέφτηκε, Θεέ μου.
Τα φώτα της Πόλης είχαν ανάψει από ώρα, οι φωτεινές επιγραφές αναβόσβηναν να διαφημίσουν τα προϊόντα τους που ήταν γραμμένα πάνω τους. Οι βιτρίνες στολισμένες γιορτινά και φωτεινές  προκαλούσαν τον αγοραστή. Οι τιμές στα είδη γραμμένες και γυρισμένες προς τα μέσα να μην φαίνονται στις μικρές καρτελίτσες.
Τα παιδάκια ντυμένα ζεστά χάζευαν όταν έβλεπαν παιχνίδια.
Οι μεγάλοι με τις τσάντες  γεμάτες ψώνια, περπατούσαν για να φτάσουν στα σπιτικά τους. Τα σπίτια ντυμένα γιορτινά,  τα Χριστουγεννιάτικα δένδρα ακόμα στολισμένα κοντά στα παράθυρα να αναβοσβήνουν  τα λαμπάκια τους. Όλα έχουν μια χαρούμενη όψη και οι μυρωδιές από κάθε κουζίνα γαργαλιστικές, ευωδιάζουν.
Όλος αυτός ο κόσμος βιαστικός ή όχι κάτι περίμενε από τον καινούριο χρόνο κάτι άφηνε πίσω του να σβήσει ή κάτι ήθελε πάλι να  συνεχιστεί…
                                                               ***** 
Μπερδεύονταν με το πλήθος και αφηρημένα στέκονταν μπροστά στις βιτρίνες των μαγαζιών. Αλήθεια πως είναι απλωμένη έτσι η χαρά στα προσωπάκια των παιδιών, πως λάμπουν τα ματάκια τους  από ευτυχία;
Έξυσε το κεφάλι του και πίεσε την σκέψη του να θυμηθεί κάποτε να ήταν
κι’ αυτός αληθινά έτσι χαρούμενος. Όσο και αν προσπάθησε δεν κατάφερε τίποτα και τώρα γύριζε – γύριζε από δρόμο σε δρόμο από σοκάκι σε σοκάκι από γειτονιά σε γειτονιά, άσκοπα χωρίς να ξέρει τι κάνει που πάει και γιατί.
Ο χρόνος που τέλειωνε τον είχε φορτώσει φαρμάκι και ο χρόνος που έρχονταν θα τον εύρισκε πάλι μόνο. Μόνο! Μια ανατριχίλα  πέρασε τη ραχοκοκαλιά του. Καημένε, σκέφτηκε, τι έκανες; πόσες και πόσες χρονιές δεν είδες να φεύγουν  και να έρχονται;  Πόσες και πόσες φορές δεν είπες μόνο ετούτη τη χρονιά; Και τώρα; τώρα πέταξε το πουλάκι άχρηστα τα χρόνια που έζησες  και γιατί; Γιατί όταν μπορούσες δεν έκανες κάτι γιατί δεν έκανες ότι χρειαζόταν  για να μην είσαι τώρα μόνος;  Γιατί άφησες να κυλήσουν σαν γάργαρα νερά τα χρόνια της νιότης σου και να πάνε χαμένα;
Γιατί δεν σκέφτηκες μετά το καλοκαίρι έρχεται το θλιμμένο φθινόπωρο και ακολουθεί ο παγωμένος χειμώνας με τα ξεροβόρια του, γιατί;
Πάντα έβαζε αυτές τις ερωτήσεις στον εαυτό του όμως ποτέ δεν απαντούσε.
Αυτά σκέπτονταν αυτά έλεγε στον εαυτό του και τα μάτια του θόλωσαν καθώς περπατούσε από τα δάκρυα. Μα τα δάκρυα δεν ωφελούσαν τα γεροντικά μάτια. Τα δάκρυα είναι για τους νέους να τους πεισματώσουν και να βλέπουν πιο καθαρά.
                                                                   *****
Αγαπούσε κι’ αυτός σαν ήταν νέος μια λυγερόκορμη γειτονοπούλα με όμορφα καστανά μάτια  με μαλλιά που έπεφταν στις πλάτες της σαν καταρράχτες και όταν του χαμογελούσε έλαμπαν χίλιοι Ήλιοι, μα δεν της το έλεγε, όλο το ανέβαλε και ο έρωτας φούντωνε  μέσα του και ανέβαινε στα μάτια του η καλή του και κάθονταν σε θρόνους  μαγικούς. Του αρκούσε  να την βλέπει, να του λέει με χαμόγελο μια καλημέρα και έκανε όνειρα τρελά. Τα πίστευε τα όνειρα και το αποφάσιζε να της μιλήσει, μα πάλι το ανέβαλε. Και σκέφτηκε να ξενιτευτεί να κάνει κάτι και να γυρίσει επιτυχημένος πια να της  ανοίξει την καρδιά του να της πει τον ερωτά του και να της φορέσει το δαχτυλίδι των αρραβώνων. Θεέ μου, τι ωραία, τι ευτυχία θα ήταν αυτή;
                                                               *****
Έφυγε….
Μόλις άρχισαν οι οικονομίες να φουσκώνουν  και είχε πάρει την απόφαση να γυρίσει και να ζήσει το όνειρο έμαθε τα άσχημα μαντάτα. Η λυγερόκορμη γειτονοπούλα, το όνειρό του το μεγάλο, έσβησε, χάθηκε, τέλειωσε.  
Ο άγγελός του με τα καστανά μάτια και το φωτεινό χαμόγελο παντρεύτηκε.
Τότε άρχισε  να κατηγορεί τον εαυτό του που δεν της μίλησε ποιο πριν. Τότε πρόσεξε πως είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που έφυγε. Τότε έγινε μέσα του σεισμός, και από μέσα βγήκε μια λάβα που έκαψε όλα του τα όνειρα  και οι στάχτες της σκέπασε και αισθήματα και χαρά και γέλιο και διασκέδαση και το νόημα της ζωής του. Από τον κρατήρα του πόνου, έβγαινε μόνο δουλειά τώρα, ούτε έβλεπε ούτε άκουγε μόνο δούλευε. Και εργάσθηκε ώσπου του πήραν και την τελευταία ικμάδα και σωστό κουρέλι τούδωσαν μια σύνταξη. Πήρε και τις οικονομίες του και γύρισε.
Γύρισε να ζήση τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του στα σοκάκια που νέος περπάτησε να δει τις αλάνες να ακούσει και πάλι παιδικές φωνές στην παλιά γειτονιά.
Κανένα σοκάκι τώρα δεν υπήρχε και οι αλάνες και τα χαμόσπιτα είχαν γίνει τσιμεντένια θηρία και μέσα σ’ αυτά είχαν στοιβαχτεί οικογένειες, όνειρα, ελπίδες. Τον έτρωγε όμως η περιέργεια για το σπίτι της αγαπημένης του, και αυτό να είχε γκρεμιστεί όπως και τα δικά του όνειρα;  Όχι αυτό έστεκε εκεί με την ίδια μάντρα  με το Αγιόκλημα και τον κισσό σκαρφαλωμένο στον τοίχο, τα παράθυρα είχαν περισσότερο φως και περισσότερες φωνές και περισσότερα γέλια και από την ανοιχτή πόρτα μπαινόβγαιναν  αγόρια κορίτσια χαρούμενα που η γειτονιά ξεσηκώνονταν με τα τραγούδια τους.
Φαίνονταν ένα ευτυχισμένο σπίτι.
 Ένοιωσε  τον εαυτό του ένοχο καθώς τον έπιασε να περιμένει, όπως τότε, έξω από το σπίτι της να πάρει ένα δροσερό χαμόγελο.
Ντράπηκε και άρχισε να γυρνά, έτσι χωρίς αιτία κι’ αφορμή  ούτε που πήγαινε ήξερε ούτε τι ήθελε. Και περπάτησε – περπάτησε  ώσπου τα βήματά του τον έφεραν έξω από κάποιο καπηλειό.
Έσπρωξε και μπήκε, περνώντας από κάποιο σκονισμένο καθρέφτη δεν αναγνώρισε τον εαυτό του, τόσο είχε γεράσει. Κάθισε σε μια άκρη και παρήγγειλε, δεν ήθελε να φάει, να πιει  ήθελε. Την ώρα που άλλαζε ο χρόνος  κάποιοι τον είδαν να γυρίζει μεθυσμένος στην γκαρσονιέρα του,  Τα βήματά του, ασταθή όπως ήταν, τον πήγαινα μπρος πίσω και άπλωσε τα χέρια να στηριχτεί σε μια κολώνα και φώναξε σ’ αυτούς που πέρναγαν εκείνη την ώρα.
- Θερίστε μόνο τις χαρές από την ζωή αφήστε τις πίκρες υπάρχουν πολλοί σαν εμένα να τις πάρουν.
Άφησε τα χέρια από την κολώνα και λοξά -λοξά πήγε στο τοίχο.
Θυμήθηκε ένα παλιό τραγουδάκι και γέλασε.
 Άτιμο είπε. «Εγώ σε ήπια για καλό και συ με πάς στον τοίχο».
Όταν τον πλησίασαν είδαν ένα γέρο να γελά μεθυσμένος.
 
Τρίκαλα  Δεκέμβρης 1977

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου