Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Διήγημα του Μίμη Οικονόμου
                                        ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Εκείνη η ανηφοριά, που παλιά φάνταζε παιχνίδι, και τρέχαμε ποιος θα την περάσει γρηγορότερα. Τώρα λες και αγρίεψε και ψήλωσε, λες και θύμωσε και δυσκόλεψε στο ανεβασμά της. Όχι με μια ανάσα δεν ανεβαίνετε ούτε με πέντε, και είναι και λίγες, και στο τέλος θέλεις να ρουφήξεις όλο το οξυγόνο του βουνού για να φύγει εκείνος ο κόμπος που σου κλείνει χωρίς λόγο τους διαδρόμους προς τους πνεύμονες. Προσπαθείς με μικρές ανάσες, να ισορροπήσεις, τον αέρα που θέλεις να μπει και αυτόν που πρέπει να βγάλεις από τα μέσα σου, για να νιώσεις και να απολαύσεις επιτέλους, τον καθαρό αέρα που σου προσφέρεται με αφθονία. Και το όμορφο τοπίο, που ένα γύρω, αχόρταγα ροφάς με το βλέμμα σου. Τόση ησυχία, τόση γαλήνη, τόση ερημιά. Τα μοναδικά σε ομορφιά δασοσκεπή βουνά μας, οι ήμερες
ράχες, με τα ελάτια στην κορυφογραμμή να τα νομίζεις φαντάρους σε πορεία, τα μικρά ελατάκια, που φούντωσαν τώρα, προσπαθώντας να φτάσουν τους αιωνόβιους προγόνους τους στο ύψος πλήθαιναν και αυτά λόγω της μοναξιάς τους.
                                                            *******
Τα παλιά ελάτια έχουν πολλές Ιστορίες να μολογήσουν. Ίσκιωσαν κοπάδια, πεζοπόρους, και Ήρωες. Τα νέα ελατάκια δεν άκουσαν κουδούνια, δεν νανουρίστηκαν με τη φλογέρα των βοσκών, δεν προστάτεψαν ζευγαράκια από τα μάτια των αδιάκριτων, δεν άκουσαν όρκους αιώνιας αγάπης, δεν πότισαν δάκρυα τις ρίζες τους, γιατί ο αγαπημένος τους, χάθηκα στον πόλεμο, στην ξενιτιά, στην εξορία. Δεν τα χάιδεψαν χεράκια και δεν έκρυψαν παιδάκια στο παιχνίδι τους. Δεν κινδύνεψαν από τα σαγόνια μιας κατσίκας ούτε από το τσεκούρι του βοσκού για τροφή στα ζωντανά ή του ξυλοκόπου. Με το χειμωνιάτικο ξεροβόρι μαλώνουν. Και με την καλοκαιρινή αύρα χαϊδεύονται. Ούτε φλογέρα, ούτε κουδούνια, ούτε παιδικά γέλια πια. Όλα χάθηκαν, λες και μία επικίνδυνη επιδημία έχει το δάσος. Και σε λίγα χρόνια έμεινε μόνο, ερήμωσαν και τα χωριά, άδειασαν τα σπίτια. Κάτι σκεβρωμένα κορμιά, από τις δεκαετίες που κουβαλάνε, έμειναν εκεί για να θυμίζουν πω τούτος ο τόπος κάποτε είχε και κατοίκους.
                                                                *******
Η Στέφαινα σήμερα σηκώθηκε πρωί για να πάει μέρα χρονιάρα που ήταν να ανάψει τα καντήλια στο Εξωκλήσι του Αηλιά, που είχαν να ανάψουν από την γιορτή του το καλοκαίρι. Τέτοιες μέρες το είχε τάμα να πλύνει, να καθαρίσει, ότι χρειάζονταν και να φουκαλίσει την αυλή του με την πρόχειρη φουκάλη που έφτιαχνε, τού έλατου. Να κάνει το σταυρό της και να παρακαλέσει τον Άγιο να την έχει καλά. Πολλά χρόνια, από τότε που έγινε νυφούλα και έμεινε μόνη, πηγαίνει στο Εξωκλήσι ακόμα και όταν έχει χιόνι. Από εκεί αγναντεύει τα γύρω και πάντα το μυαλό της ταξιδεύει σε μέρη μακρινά, που ποτέ δεν έχει πάει, και ονειρεύεται και ονειροπολεί.. Χρόνια ολόκληρα τώρα την έτρεφε το όνειρο. Και το είχε και ανάγκη όταν δεν έχεις τίποτα, το ονειροπόλημα είναι μια καλή παρέα. Στο μικρόκοσμό της είχε κτίσει τα γυάλινα παλάτια των παραμυθιών. Είχε ταξιδέψει σε θάλασσες με σειρήνες και τέρατα. Είχε δρασκελίσει όλα τα βουνά, είχε ημερέψει Λάμιες, Δράκους και Ξωτικά. Εκείνος ο μικρόκοσμός της που ήταν γύρω από τις θημωνιές και τα αλώνια, άντε και σε κανένα πανηγύρι στα διπλανά χωριά. Ήταν γιομάτος με ότι άκουσε που της μολόγησαν όσοι ταξίδεψαν. Είχε κάνει λοιπόν τα πράγματα όπως την βόλευαν και τα κουμαντάριζε, στις ημέρες της μοναξιάς της. Και όλα τα χρόνια που ζούσε εκεί, όλο και αγνάντευε το βάθος του δρόμου μα τίποτα δεν φαίνονταν και η θλίψη με τον πόνο μεγάλωναν τέτοιες ημέρες. Η μοναξιά την αγκάλιαζε όλο και πιο σφιχτά και η απαντοχή απομακρύνονταν. Στο απόμερο σπιτάκι, καλύβι μπορείς να το πεις, κανείς από καιρό δεν χτύπαγε την πόρτα. Βέβαια από χρόνια τώρα ήταν σίγουρη πως κανένα δικό της δεν θα έβλεπε να έρχεται από το βάθος τού δρόμου. Να όμως που της είχε μείνει συνήθεια, και όλο κοίταζε και όλο καρτέραγε κι’ όλο δικαιολογούσε την απουσία του.
                                                               *******
Πρέπει να πούμε πως, η κυρά Στέφαινα, αποχαιρέτησε τον άνδρα της, ένα πρωινό τα δύσκολα εκείνα χρόνια, λίγων ημερών νυφούλα. Έφυγε να υπερασπιστή την Πατρίδα τους. Έτσι έμεινε μόνη, να είχε τουλάχιστον ένα παιδί, δεν πρόκανε όμως. Και από τα χρόνια τώρα πιο πολύ θυμόταν τις πλάτες του που χάθηκαν στο βάθος του δρόμου παρά τον ίδιο τόσο είχε ξεθωριάσει η εικόνα του. Ούτε φωτογραφίες τότε ούτε ενθύμια, ας έρχονταν όμως και θα τον θυμόταν. Μόνο τα στέφανα είχαν μείνει για ανάμνηση στο εικόνισμα της Παναγίας. και μια μπρούτζινη βέρα λιωμένη κι’ αυτή στο πέρασμα των χρόνων, κρίκος των αναμνήσεων όμως. Αυτά θύμιζαν τον Στέφο τον Άνδρα της. που ποτέ δεν έμαθε τη έγινε, γιατί χάθηκε, Αγνοούμενος της είπαν και ποτέ κανείς δεν της εξήγησε τη πάει να πει αυτό. Κάτι γράμματα που είχε λάβει από τα μέρη που υπηρετούσε και τα φύλαγε σαν ακριβό φυλαχτό, τα κάψανε οι Τεατζίδες, για να ξεριζώσουν ότι είχε απομείνει από την μνήμη του Στέφου. Έκλαψε τότε, φώναξε, ποιος την άκουσε όμως, ποιος πόνεσε γι’ αυτήν, ποιος νοιάστηκε; κανένας! , γέλασαν κιόλας, για το κατόρθωμά τους. Τα χρόνια πέρασαν, το λυγερό κορμί σκέβρωσε, σχεδόν δεν γνωρίζονταν, τα βήματα βάρυναν, τα χέρια σκλήραιναν, και οι ανάσες κόντυναν λες και βαριόταν να βγουν από το στήθος της.
                                                                 ******
Κόντευε να πάει γιόμα, όταν από μακριά είδαμε το σπιτάκι χωρίς να καπνίζει ο μπουχαρής, ανησυχήσαμε, βιάσαμε το βήμα μας να δούμε τι συμβαίνει, και την είδαμε πλησιάζοντας να κατεβαίνει από την πλαγιά με λίγα ξύλα στην πλάτη, να σέρνει τα βήματά της. Κάπως ησυχάσαμε, καθίσαμε σένα παλιό ξύλινο πεζούλι που είχε απέξω από το σπιτάκι και την περιμέναμε. Έφτασε κουρασμένη τυλιγμένη στο κεφάλι με την μαύρη της τσίπα. ούτε η κούραση, ούτε τα χρόνια της δεν την εμπόδισαν να μας χαρίσει εκείνο το πλατύ της χαμόγελο. Που λες και ήταν το γέλιο, τής ίδιας της Μάνας του Χριστού που εκείνη την ημέρα είχε γεννηθεί. Απλό, Αληθινό, Γαλήνιο, Θεϊκό μπορείς να πεις. Μας τύλιξε μια γλυκιά ηρεμία.
                                                                  *******
Είχα χρόνια να χαιρετίσω και να φιλήσω χέρι, ούτε του Παπά πια δεν φιλούσα. Όμως εδώ ένοιωσα την ανάγκη κείνο το κουρασμένο, σχεδόν ξύλινο χέρι να το φιλήσω, να το βάλω στο μάγουλό μου να μου ζεστάνει το είναι μου, να νιώσω γαλήνια, να μου ξαναγεννήσει ελπίδες, Πήρα δύναμη, ένοιωσα υπέροχα. Ήρθαμε να τις δώσουμε λίγη χαρά, μα πήραμε, να τις πούμε καμιά κουβέντα και ακούσαμε χίλιες ευχές και συμβολές, μας τραγούδησε κιόλας. Άνοιξε μπήκαμε στο σπιτάκι, το καντήλι τρεμόσβηνε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Μια παλιοσόμπα στην άκρη σβηστή, ξύλα δεν υπήρχαν, παρά μόνο τα λίγα που μόλις είχε κουβαλήσει, και νάνε και κοντά στο δάσος, αλλά με τη κουράγιο να τα ντανιάσει για το χειμώνα;
                                                                   ******* 
Ήρθαμε να σε πάρουμε, της είπα, να περάσουμε μαζί τούτες τις μέρες, Χριστούγεννα, Γιορτές, Πρωτοχρονιά, τα Φώτα. - Κι αν δεν θέλεις να μείνεις μαζί μας και άλλο σε φέρνω πίσω. - Καθίστε παιδάκια μου να μου κάνετε λίγο παρέα και άμα σιμώσει η ώρα φεύγετε. Καθίστε, γιατί φέτος δεν θυμάμαι να μου άνοιξε κανείς την πόρτα. Όσο για μένα, εγώ είμαι βλέπετε σαν το γερο έλατο αν τον βγάλεις από το χώμα του και τον φυτέψεις αλλού θα ξεραθεί, έτσι κι’ εγώ, άμα φύγω από το γιατάκι μου θα σας βάλω σε μπελά. Μα θα κάνεις και σε εμάς καλό, και συ δεν θά είσε μόνη σου αλλά κι’ εμείς. Έλα να δεις και την Πόλη τη όμορφα που στολίσθηκε.Τα μάτια μου δεν μπορούν να βλέπουν στολίδια ν’ ακούνε τούτες τις χαρούμενες μέρες, τραγούδια και γέλια. Να σου πω την αλήθεια θέλω να φτιάξω και την πίττα της Πρωτοχρονιά έπειτα να την μοιράσω μπορεί να ρθεί και ο Στέφος. -Αλήθεια Θεία, πιστεύεις πως ζει και θα έρθει ο Μπαρμπαστέφανος;. -Τι να σου πω φορές – φορές το πιστεύω άλλες πάλι όχι, αλλά μου έγινε συνήθεια, να φτιάχνω την πίττα, να στρώνω το καλό μου μεσάλι. να την κόβω και να τον περιμένω. Όσο ζω του υποσχέθηκα ότι θα τον περιμένω τέτοιο όρκο του έδωσα. Κλείδωσα τα νιάτα μου και την καρδιά μου τόσα χρόνια, τώρα να το χαλάσω; ντροπή δεν είναι;. Στο γυρισμό σκεφτόμασταν, πως τόσα χρόνια έμεινε μόνη με την ελπίδα πως θα γυρίσει ο καλός της. Και ήταν όμορφη και καλοφτιαγμένη η Θεία μας, αλλά δεν χάλαγαν τόσο εύκολα οι οικογένειες. Μα που βρίσκουν αυτοί οι άνθρωποι τόση δύναμη τόσο κουράγιο που περισσεύει και για τους άλλους, τόση ανθρωπιά. Μοναχικοί διαβάτες της ζωής, μιας ζωής που τους φόρτωσε πίκρες βάσανα και πόνους. Άνθρωποι που, σε όλο τους το βίο, χάνουν κάθε τόσο κι’ από κάτι αγαπημένο και όμως αντέχουν, ελπίζουν, χαμογελούν. Και λένε έτσι τάσιασε ο Θεός αυτό ήταν το θέλημά του, μεγάλη η Χάρη του. Πας να δώσεις ένα δράμι χαρά και γιομίζεις το σακούλι σου με χίλια καλούδια. Όπως Κουράγιο, αισιοδοξία, δύναμη. Νάνε καλά αυτοί οι άνθρωποι που έμαθαν να υπομένουν χωρίς να διαμαρτύρουνται που έμαθαν να δίνουν χωρίς την παραμικρή ανταμοιβή.
Είναι κι αυτοί κάποιοι μικροί μάρτυρες.
25 του Δεκέμβρη 2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου