Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Οι αχάριστοι: (τα τρωκτικά κι ο νόμος)




Οι αχάριστοι:
                              (τα τρωκτικά κι ο νόμος)


Σε ένα ορεινό χωριό ανθίζανε λουλούδια,
το κατοικούσαν άνθρωποι που ‘ταν σε όλα μέσα
άνθρωποι καθημερινοί, δεν ήταν αγγελούδια,
ήτανε όμως δίκαιοι κι είχαν που λένε μπέσα.
------
Εργατικοί, πολέμαγαν να ζουν μ’ αξιοπρέπεια.
Δεν έφευγε περαστικός, χωρίς να τον κεράσουν.
Μισούν την κουτοπονηριά, την κάθε την απρέπεια,
φτωχά, μα όμως με τιμή θέλανε να περάσουν.
------
Μία γυναίκα βύζαξε, ανίψια μην πεθάνουν,
τάισε αδέλφια κι αδελφές, στα δύσκολα τα χρόνια
είναι μεγάλο ιστορικό, χίλια χαρτιά δεν φτάνουν
να γράψουν τι τους έδωσε, ήταν για αυτούς, η Πρόνοια.
------
Τα χρόνια όμως πέρασαν και όλοι μεγαλώσαν
μα της τροφού η προσφορά και πάλι συνεχίζει
Στα χρόνια όπου πέρασαν ποτέ τους δεν μαλώσαν
ούτε η Θείτσα, έπαψε ποτέ της να χαρίζει.
------
Βλέπει σε τούτα τα παιδιά σα να ΄ναι τα δικά της
κοντά τους στα προβλήματα και στις ανησυχίες
σχεδόν όλα μεγάλωσαν μέσα στην αγκαλιά της
και τους ευχόταν στη ζωή να ‘χουν επιτυχίες.
------
Τους έμαθε το πλέξιμο, να γνέθουν, να υφαίνουν,
ήταν στους γάμους τους κοντά μα και στα μυστικά τους,
τις είδε στο μεγάλωμα όλες τους να ομορφαίνουν
και ένοιωθε τρανή χαρά να βρίσκεται κοντά τους
------
Δεν είναι μόνο τα παλιά, είναι και ποιο καινούρια
που πάλι δυσκολεύονταν, τώρα για τα εγγόνια.
Θείτσα, ζητούσανε αυγά,  γινότανε τσιμπούρια,
έδινε η γερόντισσα μην νιώθουν καταφρόνια.
------
Και πως της ανταπέδωσαν, τα τόσα τα καλά της;
Σαν όλους τους αχάριστους! Μπήκαν στο σπιτικό της
της πήρανε τον άνδρα της, βρήκε και το μπελά της
της πήραν το νοικοκυριό και κάθε τι δικό της.
------
Έτσι λοιπόν την πλήρωσαν για όλα που ‘χει δώσει.
Ξεσήκωσαν το γέροντα που ‘χαν χειραγωγήσει.
τέλος Νοέμβρη μιαν αυγή την είχανε προδώσει,
σε νέα μαύρη μοναξιά, την είχαν οδηγήσει. 
-------
Δυο χρόνια αναστέναζε, που ζούσε μόνη, χώρια
κί όλο το δρόμο κοίταζε ο γέρος να γυρίσει.
Ο δρόμος όμως αδειανός, την τρώει η στεναχώρια,
ποτέ της δεν το ήλπισε στο γέρμα να χωρίσει.
------
Η αγάπη όπου έτρεφε για τούτα τα κορίτσια
μα και για τον αδελφό που βύζαξε στο στήθος
μαύρες κατάρες γίνανε, για τα δικά τους βίτσια
δεν δείξαν μεταμέλεια, ούτε και ίχνος ήθος.
------
Δυο χρόνια πόνος και οργή, γι’ αυτή την συμμορία
όπου αγώνα κάνανε να πουν πως δεν υπάρχει,
πως είναι κάτ’ ασήμαντο, γύρω παντού Μωρία,
το ψέμα και τ’ ανήθικο, στον τόπο τούτο άρχει.
------
Τι κέρδισε με την δουλειά; στο κρύο και στο κάμα.
Να ρθει από την φυλακή ο σύντροφος προσμένει,
και μεγαλώνει δυο παιδιά. Βοηθά κι αυτούς αντάμα
τώρα σαν κάτι άχρηστο στην άκρη πεταμένη.
-------
Την βγάλαν απ το σπίτι της, που ‘χει με αίμα χτίσει
να φύγεις είπε η δικαστής, να σέβεσαι το ΝΟΜΟ.
Με νόμους τόσο ανήθικους έχουμε πια μπουχτίσει
βγήκε στα ενενήντα εννιά, χρόνια, μέσα στο δρόμο.
------
Σε λίγους μήνες έφυγε, και ευτυχώς για εκείνη,
από μια άλλη δικαστή, θ’ άκουγε δεν ορίζεις
ότι με ιδρώτα έφτιαξες, άλλη τώρα θα μείνει,
 ούτε και τα λουλούδια σου εσύ δεν θα μυρίζεις.
 ------
Και τον περήφανο αϊτό π’ όλο τον μολογούσαν
αφού τον ξεπουπούλιασαν, σαν γέρικο κοκόρι
Απόγονοι του αδελφού, η ανιψιά, η κόρη
και μία δράκα τρωκτικών, τάχα μοιρολογούσαν.
-------
Δεν σώθηκες μωρέ αϊτέ, κάλπικα τα φτερά σου
Φρούδες οι αναμνήσεις σου, το λάθος δρόμο πήρες.
αυτοί που εμπιστεύτηκες θέλανε τον παρά σου.
Έτσι το θέλησες και συ και οι κακές σου μοίρες
-------
Την πάτησες ψευτοαητέ, δεν βρήκες περιστέρια
εκεί που πήγες ήτανε, όλα, πτωματοφάγα.
Άβουλος στο γέρμα της Ζωής σε αυτωνών τα χέρια
τις μαραμένες σάρκες σου ξεσκίζαν αδηφάγα.
-----
Αυτή που άξιζε τιμή για όλα, όσα βρήκες,
αχρέωτα απ την φυλακή και σούδωσε σαν βγήκες.
Δεκάξι χρόνια μια ζωή, πάλεψε με θηρία.
Όμως εσύ την πρόδωσες, κι’ αυτή την η ιστορία.
------
Σε είχε η γερόντισσα  Θεό μαζί κι ελπίδα
σου έδωσε απλόχερα καρδιά, ψυχή, φροντίδα
όμως  εσύ μον’ άκουγες το αρρωστημένο εγώ σου,
που  φάνηκε πως στη ζωή, το είχες οδηγό σου.
------
Έχασες κάθε σεβασμό, χαμένοι οι αγώνες
σε εξορίες φυλακές, παιδιά χωρίς προστάτη,
τους έλειπε Ο ίσκιο σου, άνοιξες και χειμώνες.
π’ ανέβηκαν πολλά σκαλιά, δεν έλεγες Σπολλάτη
-------
Χωριό ομορφοχώρι μου στον κόσμο ξακουσμένο
απ΄ τους κατοίκους άδειασες σε έχουνε ζωσμένο.
Αρπαχτικά και τρωκτικά έτοιμα να ορμίσουν
σε άλλο τώρα σπιτικό και πάλι να βρωμίσουν
-------
Τώρα σε τούτο το χωριό οι κήποι δεν ανθίζουν,
                     μα, ούτε ευωδιάζουν.
Αφήνουνε τα τρωκτικά για να τους μαγαρίζουν
                    και να αυθαδιάζουν.
7-6-2016
Μίμης Οικονόμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου