Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Οι απόκληροι. Ο ΧΑΛΚΟΜΑΤΑΣ:

Μίμης Οικονόμου
Οι απόκληροι.
Ο ΧΑΛΚΟΜΑΤΑΣ:
Αυτό είχε μάθει, αυτή ήταν η δουλειά του, και την αγαπούσε. Είχε μάθει να την σέβεται γιατί του εξασφάλιζε το καθημερινό του τραπέζι. Ήταν καλαντζής, χαλκωματάς, γανωτζής όπως θες πες το. Είχε τον θυμάμαι έναν τσουβάλι στον ώμο το είχε κόψει στα μακριά έδεσε τις άκρες του με ένα λινάρι έβαζε μέσα το καλάι κάποιες μικρές σπάτουλες ένα σφυράκι και άμμο. Αυτά ήταν τα εργαλεία του, και περνώντας στις γειτονιές της πόλης αλλά και των χωριών διαλαλούσε την ιδιότητά του. Ο Γανωματής ή γανωτζής, Χαλκώματα γανώνω, καζάνια, ταψιά, τεντζερέδες, όλα τα γανώνω ω!ω!ω!ω!
Τα καζάνια τότε τα είχαν για βαφές, τα είχαν να βράζουν τα σκουτιά που υφαίνανε αλλά και τα  μαλλιά των προβάτων να βγει η σαριά. Τα είχαν να φτιάχνουν στους γάμους και στα πανηγύρια τα φαγητά.

Αν δεν ήταν καλά γανωμένα κινδύνευαν όλοι όσοι θα έτρωγαν από δηλητηρίαση. Του άρεσε να μπαίνει μέσα στο καζάνι, ή στο ταψί έβαζε άμμο και ξυπόλυτος γύριζε δεξιά, ζερβά - δεξιά ζερβά. Μεγάλη επιδεξιότητα είχε σε αυτό το κούνημα που σου θύμιζε ανατολίτικο ρυθμό. Και το έτριβε το έτριβε μέχρι που καθάριζε τέλεια για να μπει και να κρατήσει το καλάι για καιρό, καλός και σεβαστός μάστορας. Σιγά, σιγά τα πράγματα άλλαξαν, όσο πέρναγαν τα χρόνια η δικιά του ευκινησία ελαττώνονταν, η δουλειά λιγόστεψε. Βγήκαν και τα τσουκάλια, και τα εμαγιέ και τα αλουμινένια και τέλος τα ανοξείδωτα. Έμεινε χωρίς δουλειά και τα χρόνια πέρασαν. Τα πόδια έχασαν την γρηγοράδα, η σκαμμένες παλάμες του με δυσκολία ανοιγόκλειναν, το κορμί σκέβρωσε. Η Πατρίδα δεν χρωστά τίποτα στους απόμαχους, καλύτερα για αυτήν να είχαν πεθάνει, βάρος της ήταν.
Εμείς όμως του χρωστάμε και του χρωστάμε πολλά, και πάνω από όλα του χρωστάμε ένα μέρος της λευτεριάς μας. Είναι και τούτος ό άνθρωπος, ένας από εκείνους που έδωσαν χωρίς τσιγκουνιά το αίμα τους για το Αθάνατο έπος του 40.
και την Εθνική αντίσταση, αγώνες, αγώνες από πολλά μετερίζια.
- Ώστε χρωστάμε την λευτεριά μας και σ’ αυτόν; 
- Ναι μην τον βλέπεις τώρα έτσι που κατάντησε, ή τον άφησαν να καταντήσει, πολλοί τιμωρήθηκαν για τους αγώνες που έκαναν.
-Μα αυτός είναι όλος μια σιχασιά, κοίτα, κουρέλια τα ρούχα του, άπλυτα που ποιος ξέρει πόσα χρόνια έχουν να δούνε σαπούνι, μα τι λες;
-Μπορείς να τον φανταστείς αυτόν να περνάει με μια δρασκελιά τις ράχες να κυνηγά με την ξιφολόγχη τους Ιταλούς; Δεν καταλάβαινε τίποτα, φόβος δεν ήξερε τι θα πει, πίσω δεν έκανε, θαρρείς πως οι σφαίρες δεν ήθελαν να τον αγγίξουν από σεβασμό για την παλικαριά του. Και τότε κουρέλια είχε, αλλά τι κουρέλια, τιμημένα, πεινασμένος ήταν και τότε, αλλά εκείνη η πείνα ήταν το φωτοστέφανο που είχε φορέσει σε αυτόν και τους συμπολεμιστές του, η λευτεριά. Και τώρα; Τώρα κοίτα κατάντια, αυτοί που μας έκαναν περήφανους στον κόσμο όλο, να είναι καθισμένοι, σαν απόβλητα σιχαμένα, σε κάποια γωνιά, ούτε αποκούμπι δεν έχουν πουθενά. Δεν ξέρω αλλά άρχισα να ντρέπομαι για ότι είχα σκεφτεί. Για αυτόν, που ως τώρα, μου χάλαγε και μένα την βιτρίνα.
Ο Δημοτικός αστυνομικός τον χτύπαγε κατά κάποιο τρόπο με την μύτη του παπουτσιού του. Να φύγει από κει, χάλαγε τη μόστρα της καλής κοινωνίας, τρομάρα τους, μία καλή κοινωνία που είναι σχεδόν πάντα απούσα από τους αγώνες τα βάσανα τις αγωνίες και τις ελπίδες του λαού. Ό άνθρωπός μας ο κουρελής έκανε προσπάθεια να σηκωθεί, ο αστυνόμος όμως βιάζονταν του φώναζε και τον κλωτσούσε τώρα. Έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι, όπως έκανε τότε που τον βομβάρδιζαν
τα αεροπλάνα, λες και θα τον προστάτευαν από τις βόμβες.
Τελικά κάνοντας προσπάθεια ακουμπώντας στα σκαλιά και τον τοίχο τα κατάφερε, σηκώθηκε, Δεν μπορούσε όμως να φύγει γρήγορα, εκείνα τα φτερωτά πόδια τώρα δεν τον βοηθούσαν, οπότε την έφαγε την κλοτσιά άκουσε και τις φωνές του όργανο της τάξης. Μην σε ξαναδώ εδώ,
είπε θυμωμένα και με κάποια περηφάνια, για την τάξη που έβαλε στην αταξία της γωνιάς.
Οι γύρω μπορούμε να πούμε το ευχαριστήθηκαν που αυτό του κουρελιασμένο, σκεβρωμένο, άπλυτο και πεινασμένο άτομο έφυγε από εκείνη την γωνιά και μόνο που δεν είπαν φωναχτά μπράβο στο νεαρό με την καινούρια του στολή. Ο Νεαρός όμως το κατάλαβε και βάζοντας τα χέρια στην μέση περίμενε να απομακρυνθεί και του φώναξε γιομάτος εξουσία μην σε ξαναδώ εδώ.
Δεν άντεξα μετά την συζήτηση που είχα με τον φίλο μου που τον γνώριζε και πλησίασα το όργανο με την στολή την καινούρια.
-Τον γνωρίζεις αυτόν τον τύπο που έδιωξες μόλις τώρα από δω;
-Και βέβαια τον γνωρίζω, ένα ρεμάλι, απόβλητο της κοινωνίας είναι, κάθε μέρα τον διώχνω κι αυτός πάλι εδώ, μας ξεβρόμισε.
-Ζητιανεύει;
-Όχι
-Τους περαστικούς, τους φέρνει σε δύσκολη θέσει;
-Όχι.
-Ενοχλεί τα παιδιά που παίζουν εδώ;
-Όχι!
-Πειράζει κανένα;
-Αυτό έλειπε; Θα τον είχε πάρει ο διάβολος.
-Άκου νεαρέ αν δεν ήταν αυτό το ρεμάλι, αυτήν η σιχασιά, και άλλοι σαν κι αυτόν που καβάλαγαν με μια δρασκελιά τις ράχες, ανεβοκατέβαιναν τα βουνά, περνούσαν τα λαγκάδια τις πλαγιές, και δεν θυμόταν αν είχαν και αν έπρεπε να φάνε. Δεν καταλάβαιναν κούραση, δεν τσιγκουνεύονταν θυσίες και να μην πω και άλλα, θα είχαμε ακόμα κατοχή!!!.
Στο πρόσωπο του νεαρού σχηματίστηκε μια απορία. Μα τι μου λέει τώρα ετούτος σκέφτηκε. Και του πέρασε μια σκέψη να παρακολουθήσει τον κουρελή αλλά όχι ζητιάνο, τον πεινασμένο μα αξιοπρεπή, τον φτωχό μα υπερήφανο. Που πάει όταν τελειώνει η ημέρα, που μπορεί να κοιμάται που τρώει ποιος είναι τελικά; Ο περίεργος άγνωστος που του μίλησε του φύτεψε την απορία. Το βράδυ όταν σκοτείνιασε για καλά, σέρνοντας τα βήματα πήρε την ακροποταμιά έφτασε στο ύψος της γέφυρας της κεντρικής έστριψε και μπήκε στα στενά της αγοράς και προχώρησε στο μικρό Εκκλησάκι που χωρίζει τον μεγάλο φαρδύ δρόμο και κάνει δύο στενότερους. Εκεί στο καγκελωμένο μικρό παράθυρο ήταν ένα πλαστικό που μέσα είχε μάλλον φαγητό. Κοίταξε ένα γύρω και το πήρε στα χέρια του,
Πήγε λίγο ποιο πίσω, εκεί που έκλεινε το στρογγυλό του ιερού και ενώνονταν με τον κυρίως Ναό ακούμπησε στην κόχη του.  Δεν είδε και μεγάλη λαχτάρα για το φαγητό, το έφαγε σαν υποχρέωση, πως έπρεπε να το κάνει, το μάζεψε στην σακουλίτσα το πέταξε σε ένα κάδο, και πήρε το δρόμο προς την παλιά Ζωαγορά, Εκεί ήταν κάτι ντάνες ξύλα, χώθηκε και χάθηκε από τα μάτια του νεαρού, δεν φαίνονταν, αν δεν έβλεπες πως μπήκε άνθρωπος εκεί δεν θα ήξερες πως το σπίτι του άστεγου ήταν ανάμεσα στις τάβλες. Περιέργεια; Ενοχή; Επαγγελματική συνείδηση; Του μπήκε η σκέψη να μάθει ποιος ήταν αυτός ο απόκληρος. Με πολύ δυσκολία έμαθε Ήταν στον πόλεμο του 40 από εκείνους που φόρεσαν το φωτοστέφανο στην Ελλάδα και είχαν κάνει τους λαούς της Ευρώπης να παραμιλούν. Γύρισε από το μέτωπο, εντάχτηκε από τους πρώτους στην Αντίσταση στο ΕΑΜ στην αρχή και στον ΕΛΑΣ στην συνέχεια. Πατριώτης, ατρόμητος, ριψοκίνδυνος, μέσα στην φωτιά δεν έκανε πίσω. Τυχερός που δεν τραυματίστηκε και όταν ο πόλεμος τελείωσε Γύρισε στη δουλειά και στο σπίτι, παντρεύτηκε. Όμως δεν χάρηκε την λευτεριά, κατηγορήθηκε, δικάστηκε με εκείνες τις στημένες δίκες καταδικάστηκε. Άρχισε η επίσκεψη σε φυλακές και εξορίες, Η γυναίκα του τον παράτησε, παντρεύτηκε και πάλι. Και όταν βγήκε με την αναθεώρηση της δίκης το 1952 δεν είχε αποκούμπι. Δεν έβρισκε δουλειά και όποιος τον έπαιρνε, σε μία δύο μέρες τον έδιωχνε. Έτσι ήταν τότε, το σύστημα δούλευε ρολόι. Ή έκανες δήλωση, η δουλειά δεν έβρισκες και αν έβρισκες δεν έμεινες. Πήρε κι αυτός το τσουβάλι και γύριζε γειτονιές και χωριά να γανώνει τα χαλκώματα των νοικοκυριών. Όταν η δουλειά έγινε λειψή, η πείνα του χτύπησε την πόρτα, σε λίγο όμως του την χτύπησε και ο σπιτονοικοκύρης, έχασε και το δωμάτιο. Μόνος, γέρος, ανήμπορος, πικραμένος. Που να πάει ποια πόρτα να χτυπήσει, δεν τον άφηνε η περηφάνια, δεν είχε μάθει να παίρνει χωρίς να δίνη, Οι δυνάμεις τον είχαν από καιρό εγκαταλείψει κι αυτές και εκεί ανάμεσα στις τάβλες περίμενε να έρθει το τέλος. Κυρίες όμως πονεμένες, πληγωμένες από κάποιο ίδιο γεγονός, τον είδαν τον γνώρισαν και βρήκαν τον τρόπο να μην του προσβάλουν την αξιοπρέπεια να αφήνουν εκεί λίγο φαγητό, καμιά φορά και καμιά πίτα έτσι πέρναγε ο καιρός. Ο χρόνος όμως δεν φθείρει μόνο το κορμί σκεβρώνει το νου σκληραίνει την καρδιά Κουρελιάζει ρούχα, μνήμες, όνειρα.
Η υπερηφάνεια; Η ατυχία; η μοίρα; Η πίκρα το γιατί; ότι και να πεις
Αυτοί είναι οι απόκληροι οι παλιοί Ήρωες είναι τα σκουπίδια  της ζωής.
Μίμης Οικονόμου 16 Ιουλίου 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου