Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ:



        ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ:
Το σπίτι που γεννήθηκα καλύβα γκρεμισμένη
χωρίς την  πόρτα την παλιά παράθυρα σπασμένα
και η πεζούλα στην αυλή στη μνήμη χαραγμένη
όσα εκεί κι αν έζησα δεν τα ‘χω ξεχασμένα.
-------
Όπως ,τα πρώτα βήματα, τα πρώτα μου λογάκια,
το πρώτο μου σκουντούφλημα, τα δάκρυα τα πρώτα,
τα πρώτα τα παιχνίδια μου μ’ αρνάκια στα δρομάκια
τη μάνα, που μ’ ανάθρεψε με δάκρυ και ιδρώτα.
-------
Και να! Οι αναμνήσεις μου, ξύπνησαν τρομαγμένες,
μάνα - πατέρας, η μάνα μου,  ολημερίς δουλεύει
να τα προλάβει προσπαθεί, μα οι δουλειές ζεμένες
η μάνα, άνδρας έγινε, μόνη, μα τα παλεύει.
------
Δίπλα το ποταμάκι μας με τα μικρά βραχάκια
στις γούρνες που ‘χανε νερό έπιανα μουρμουρίτσες
μα όταν χάναν τις ουρές γινόταν βατραχάκια
κι εγώ τα πετροβόλαγα μένα σωρό  πετρίτσες
--------
Θολά, στη σκιά της καρυδιάς, που είχε  ο ίδιος σπείρει,
βλέπω να κάθετε ο παππούς που το χωράφι οργώνει,
τώρα να ξεκουράζεται, στο πλάι νάχει γύρει,
τα βόδια να είναι στο ζυγό, η μνήμη εδώ παγώνει
--------
Πιάνω τ’ αλέτρι, την τριχιά, στο χέρι μου τη λούρα,
όμως τα βόδια δεν μ’ ακούν, δεν είχα μεγαλώσει,
με σέρνουνε στο όργωμα, μα βλέπω στην θολούρα
ξύπνος να έρχεται ο παππούς, τον εγγονό να σώσει.
--------
Πόσα και πόσα δεν νογάς σ’ ένα μικρό σπιτάκι
πόσα δεν ζεις να θυμηθείς, με το ψωμί στη γάστρα,
τον κήπο, τις κοτούλες μας,  το σκύλο, το γατάκι,
 τη λουλουδιασμένη μας αυλή, που μοσχοβόλα πάστρα
-------
Χορταριασμένη η αυλή, οι τοίχοι γκρεμισμένοι,
η στράτα της αδιάβατη, οι μνήμες δακρυσμένες
και του μπαξέ μας η πηγή με βάτους σκεπασμένη
δάκρυα στα μάτια για στιγμές που είναι περασμένες.
--------
Το  άλλο το χωράφι μας, ξερκό, δεν ποτιζόταν
η μάνα μου το όργωνε, το σκάφτει ως την άκρη
Να συμπληρώσει την σοδιά πάντα αγωνιζόταν
το πότιζε να ‘χει καρπό με ιδρώτα και με δάκρυ.
--------
Σε κείνο το χωράφι μας μια κερασιά μεγάλη,
δίπλα στη ρίζα έτρεχε μία μικρούλα βρύση,
απ τη μεγάλη κούραση ερχότανε αγάλι,
τα ζωντανά απ το όργωμα έφερνε να ποτίσει
--------
Πίναν νερό, ξαπόσταιναν μέχρι ν’ αρχίσουν πάλι.
Μου ετοιμάζει φαγητό,, η μάνα, τα προφταίνει,
Μου στρώνει πρώτα καταγής το κεντητό μεσάλι,
όλα τα κάνει μοναχή  δίχως να ξαποσταίνει.
--------
Μνήμες κι αυτές, αραδιαστές, πολλές και πονεμένες.
Μα είναι ίδιες οι πλαγιές, οι βρύσες, τα ελάτια.
Δεν ξεστρατίζουν απ το νου γιατί είναι παιδεμένες
κι όλα αυτά μου φάνταζαν σαν πύργοι σαν παλάτια., 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου