Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Έλληνες 1948 πορεία στο άγνωστο: 2016 Σύριοι



Μια αληθινή ιστορία    
 του Μίμη Οικονόμου
Έλληνες 1948  πορεία στο άγνωστο: 2016 Σύριοι 
Βλέποντας χθες τους πρόσφυγες στην πόλη μου. (Τρίκαλα)
Αλλά και τους εκατοντάδες πεζοπορώντας στου εθνικούς δρόμους τις πρόχειρες κατασκευές σε πλατείες δρόμους και αστρέχες.
Γύρισε η μνήμη πίσω, όταν και εγώ ήμουν 5 χρονών το 1948.
Τότε με τον αδελφοκτόνο πόλεμο με την εσωτερική αναγκαστική μετανάστευση. Τότε οι μάνες μας από τα ορεινά χωριά φορτώθηκαν ότι μπορούσε η κάθε μία για να ταΐσει, ντύσει, σκεπάσει τα παιδιά της.
Δεν υπήρχαν τότε ούτε δρόμοι, ούτε δυνατότητα στα χωριά που περνούσαμε να μας δώσουν ούτε μια μπουκιά ψωμί.
Έτσι οι γυναίκες που οι άνδρες τους ήταν πολιτικοί κρατούμενοι, όπως και η μάνα μου. Είχαν φορτωθεί όλα τα βάρη των οικογενειών τους.
Η μάνα μου, μόνη με δυο παιδιά εμένα 5χρονών και τον αδελφό μου δύο, είχε φορτωθεί όλο το νοικοκυριό της Φαγώσιμα, (αλεύρι, φασόλια, πατάτες τραχανάδες κ. λ. π.) τα ρουχαλάκια μας τους τεντζερέδες, τα σκεπάσματά μας και ότι άλλο μπορούσε.
Στα παιδικά μου μάτια αυτό το φόρτωμα φάνταζε τεράστιο.
Μέχρι τα μισά του δρόμου, έως να φτάσουμε στον προορισμό, που ήταν
η Πύλη, μας συνόδευε και ο παππούς μου. Διανυκτερεύσαμε όμως, στις Λογγιές, στον (Άγιο Κωνσταντίνο  σήμερα).
Και πριν ξεκουραστούμε, πριν καλά, καλά σταθεροποιηθεί η ανάσα μας, πέρασαν ομάδες των ΤΕΑ και άλλοι (παρακρατικές ομάδες τις έλεγαν) και μας είπαν να φύγουμε γιατί θα γίνει μάχη, Έτσι και έγινε η μάνα μου φορτώθηκε το μεγάλο της φόρτωμα πήρε και τον αδελφό μου αγκαλιά πέρασε την στενή Ξύλινη γέφυρα που από κάτω περνούσε βουίζοντας θυμωμένο το ποτάμι, Πριν από λίγο είχα περάσει με την γιαγιά εγώ περπατώντας ξυπόλητος, όπως όλα σχεδόν τα παιδιά, ένας, ένας πέρασαν όλοι. Κλαίγαμε τα παιδιά, φοβόμασταν ήμασταν τρομοκρατημένα, με αυτήν την αγριότητα. Οι μεγάλοι, γυναίκες φορτωμένες οι ποιο πολλές, σχεδόν σέρνανε τα παιδάκια τους που έκλαιγαν, προσπαθούσε ό ένας να προσπεράσει τον άλλο, όλοι όπου φύγει, φύγει. Η γιαγιά μου μας τράβαγε , περπατάγαμε στην ακροποταμιά του Τυρνιώτη ποταμού. Για κάποια στιγμή δεν έβλεπα την μάνα μου, άρχισα να τραβιέμαι προς τα πίσω, να κλαίω ποιο πολύ και να μην θέλω να συνεχίσω. Η γιαγιά με κράταγε γερά όπως και την ξαδέρφη μου, Άκουσα μέσα στο χαλασμό την φωνή, της μάνας μου, που έλεγε.
-Πατέρα να έρθω να σε βοηθήσω και η απάντηση του παππού.
-Τραβάτε εσείς θα σας φτάσω εγώ. (Προσπαθούσε ο παππούς να σώσει το κοπάδι του να ζήσει την οικογένεια)
Σε λίγο την είδα να έχει αγκαλιά τον αδερφό μου στην πλάτη της εκείνο το τεράστιο τέγκι (δέμα) και σχεδόν να τρέχει, να γλυτώσει κι αυτή όπως όλοι. Η Μάχη από τις ομάδες άρχισε, πόλεμος τρομοκράτησης ήταν, αντίπαλος δεν υπήρχε. Οι σφαίρες ψαχούλευαν τα πεσμένα πλατανόφυλλα και  πέρναγαν ανάμεσα στα πόδια μας και έσβηναν στο ποτάμι κάνοντας εκείνο το ανατριχιαστικό τζιζ.. Τύχη αγαθή;  Ότι και να είναι, κανένας μας δεν έπαθε κάτι, εκτός από την απώλεια του μοναδικού μας τώρα προστάτη, του παππού μας που τον σκότωσαν.
Την επόμενη μέρα, αφού ο παππούς μας δεν έφτασε, όπως μας υποσχέθηκε, στην Πύλη, που ήταν και ο τελικός προορισμός, τον αναζήτησαν ο θείος μου, η θεία μου  ανύπαντρη κόρη του παππού. και η μάνα μου. Τον βρήκαν σκοτωμένο στην άκρη του ποταμιού, με το κύπελλο στο χέρι δίψαγε προσπάθησε να πιεί νερό. Οι σφαίρες, του είχαν τρυπήσει την κοιλιά. Είχε γεμίσει τον τορβά του χώμα, τον έβαλε για προσκέφαλο, έτσι έγειρε προς το ποτάμι με το κυπελάκι του. Φορούσε τα καινούρια τσαρούχια του ο παππούς και από τον πόνο είχε κάνει αυλάκι όπως μάζευε και τέντωνε τα πόδια του.
Εκεί χωρίς παπά τον θάψανε. σε μια άκρη του χωραφιού,
Έτσι γίνεται τέτοιες ώρες. Χωρίς παπά, ψάλτη και συγγενείς φεύγεις.
Πέρασαν σχεδόν 70 χρόνια, και είναι όλα αυτά ζωντανά μπροστά μου.
Ακόμα βλέπω καθαρά, την άγρια μορφή του ΤΕΑτζή,
Ακόμα βουίζουν στα αυτιά μου, οι τελευταίες λέξεις του Παππού μου,
-Τραβάτε εσείς θα σας φτάσω εγώ, που όμως δεν μας έφτασε
Πώς να σβήσουν αυτές οι μνήμες;
Πως να ξεχάσουν τα χιλιάδες παιδάκια την φρίκη του πολέμου;
Των νεκρών; Των κομματιασμένων; Των καταστροφών; Τα γκρεμισμένα σχολειά τους, τα καμένα σπίτια τους, τα γέλια στις πλατείες τους; ξαφνικά μεγάλωσαν τα έχασαν όλα σοβάρεψαν, στα προσωπάκια τους η οδύνη του Κόσμου. 
Μεγάλωσαν τα ματάκια τους δεν κλείνουν λες και θέλουν να αρμέξουν, όλα που συμβαίνουν γύρω τους.
Και τώρα!  Τώρα στους δρόμους, σε μια μεγάλη σε μια ατέλειωτη πορεία ψάχνοντας την Ιθάκη τους. ,
Κατά που πέφτει αυτή η ΙΘΑΚΗ;
Που γέμισαν φράχτες με αγκαθωτά συρματοπλέγματα τα σύνορα των Δημοκρατικών χωρών της Ευρώπης; που μιλούν ακόμα οι απάνθρωποι
Στην χώρα τους βομβάρδισαν και σκότωσαν το μέλλον τους
Και στα σύνορα τους έφραξαν ότι είχε μείνει από το όνειρο.


 Η φωτογράφια αυτή βγήκε το 1948
για να σταλεί στο θανατοποινίτη πατέρα μας να μάθει το θάνατο του παππού και πως η οικογένειά του ζούσε.






 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου