έμμετρα επίκαιρα: του Μίμη Οικονόμου
Δε
φθονώ - Αγαπώ - Ανησυχώ
Ποτέ
μου δεν εφθόνησα τα πλούτη τους παράδες
και
πάντα μου, σεβάστηκα και δούλους κι' αφεντάδες
Σεβάστηκα
την εργατιά, της Αγροτιάς τον μόχθο
και
ας έφτασα πολλές φορές στην άκρια του όχθου.
Σεβάστηκα
την Εκκλησιά και όλα τα ωραία
τα
ήθη και τα έθιμα, και έκανα παρέα
με
ανθρώπους που 'ταν σεβαστοί, κι είχαν νιονιό και γνώση
και
βλέπαν γύρω καθαρά σα να 'χει ξημερώσει.
Άνθρωποι,
απλοί, εργατικοί, με λόγο και με μπέσα.
Άνθρωποι
που ερωτεύονταν κι ήταν σε όλα μέσα.
------------
Βρήκα
στη φτώχια λεβεντιά, αγάπη και συμπόνια
βρήκα
αγάπη αληθινή όπου κρατά αιώνια.
Στερούνται
μα σου δίνουνε και την μπουκιά ακόμα
σου
ανοίγουνε και έχουνε λόγο γλυκό στο στόμα.
Ξέρουν
ακόμα να αγαπούν, νιώθουν τον κάθε πόνο
ξέρουνε
και σέβονται τον κάθε ένα νόμο.
Ξέρουν
τραγούδια όμορφα, αστεία κι' άλλα τέτοια
είν
όπλα της φτωχολογιάς αυτά τα μαραφέτια.
Αυτά
τα έχει ο λαός αυτός μονάχα βλέπει
τι
γίνεται τριγύρω του τι πρέπει τι δεν πρέπει.
-----------
Αντίθετα
οι ηγέτες μας. Ειν' όλοι ξεκομμένοι
απ'
όλα τα προβλήματα, είναι και νυχτωμένοι
κανείς
δεν ξέρει τίποτα τον πόνο δεν γνωρίζουν
το
μόνο όπου έμαθαν είναι να φοβερίζουν.
Μιλάνε
και χειρονομούν, όλοι απ' τα αναλόγια
γραμμένα
από γραμματικούς και είναι κούφια λόγια,
λόγια
πολλά ανάλατα λόγια που δεν ταιριάζουν
ξεκάρφωτα
και ασύνδετα, που απλώς παραμυθιάζουν
έναν
περήφανο λαό, μα ταλαιπωρημένο
τον
πάντα ευκολόπιστο και πάντα προδομένο..
-------------
Και
πως να καταλάβουνε έχουν ποτέ πεινάσει
τα
πιάτα στο τραπέζι τους έχουν ποτέ αδειάσει;
Κοιμήθηκαν
και νηστικοί βρεγμένοι ως το μεδούλι
ξημέρωσε
στο σπίτι τους με δίχως μεροδούλι;
Ζητιάνεψαν
ποτέ δουλειά; Κα με σκυφτό κεφάλι
γυρίσανε
στο σπίτι τους; Στο κρύο προσκεφάλι
τα
δάκρυα να τρέχουνε και να πονά η καρδιά τους,
γιατί
ξανά δεν μπόρεσαν να φέρουν στα παιδιά τους
ψωμί,
κι ένα χαμόγελο να δώσουνε προσφάι
και
όνειρο τους νάνε αυτό. να έχουν μεροφάι.
------------
Μουσκέψανε
τα πόδια τους σε κήπους σε χωράφια;
καμάτωσαν
και κρύωσαν, σε ζέστες και ντουρλάπια;
Είδαν
ποτέ πως χάνεται η χρονική σοδειά τους
χαϊδέψανε
γεννήματα και στάχυα στην ποδιά τους;
Ξέρουνε
τα λάχανα η γη πως τα γεννάει
πως
τα μαζεύει η αγρότισσα κι ακόμα πως πονάει
να
είναι ώρες στην βροχή στο κρύο στο λιοπύρι,
να
τα πουλήσει έπειτα να μην χαλά χατίρι
και
αν μείνουνε απούλητα, και σπίτι της γυρίσει
είναι
και εκεί νοικοκυρά, αυτή θα συγυρίσει.
-------------
Πήγαν
στις στρούγκες στα μαντριά στάβλους και βοσκοτόπια
να
δουν τι αγώνα θέλουνε τα ζώα μας τα ντόπια;
Πήγαν
κοντά με τους βοσκούς σε γρέκια σε καλύβες
να
δούνε και να μάθουνε ποιες θέλουνε φροντίδες;
Που
όλα τα απαγορέψανε βουνά πλαγιές λιβάδια
και
όπου σε χρειάζονται τις μέρες και τα βράδια.
Τον
κάθε κτηνοτρόφο μας είδανε που πλαγιάζει;
που
ψάχνει για απόγονο να μην τον τρώϊ τ΄
αγιάζει.
για
να 'ναι όλα νόστιμα γάλα τυρί και κρέας
κι'
όχι σαν των εταίρων μας του θάνατου φορέας.
Πριν
πάρουν όποια απόφαση πριν κλείσουν κι ένα σπίτι,
πρέπει
να ρθουν να μείνουνε σε τούτο τον πλανήτη.
να
δούνε τι μας έμεινε, τι έχουμε, που πάμε,
να
δούνε και να μάθουνε γιατί παραπατάμε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου