Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 13-12-1943

ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ  13 Δεκέμβρη 1943

Οι Γερμανοί ξεκίνησαν μερόνυχτη πορεία
και φτάσαν στα Καλάβρυτα που τώρα ησυχάζαν,
ήταν Δεκέμβρης δέκα τρεις τέλος Σαράντα τρία
κι’ όλα φαινόταν ήσυχα, κάτι τσακάλια ουρλιάζαν.

Βάζουν σκοπιές περσότερες, φυλάνε τα σοκάκια
σαν νάνε όρνια καρτερούν, κρώζουνε τα κοράκια,
σαν ύαινες κοιτάζονται, λες δεν τους έχει κάνει μάνα,
τρέχουν στο μισοσκόταδο και πιάνουν την καμπάνα.
Στα άγρια χαράματα χτυπά δαιμονισμένα
κι’ αντιλαλεί στις γειτονιές, ξυπνούνε μουδιασμένα
οι Καλαβρυτινοί, αναρωτιούνται κι’ απορούν,
τρέχουν ρωτάνε και ζητούν απάντηση να βρουν.
Τι να σημαίνει άραγε τόσο πρωί η λαλιά της;
και η κουκουβάγια τι λαλεί; τι λέει στη φωλιά της;

Να μαζευτούνε, πρόσταξαν, στην κεντρική πλατεία.
Μικροί, μεγάλοι, γέροντες, γυναίκες και κορίτσια.
Σκέφτονταν, τι φταίξανε, τι θάνε η τιμωρία
ποια θάνε του κατακτητή αλήθεια τα καπρίτσια;

Σαν έφτασαν τους χώρισαν, πως τόχανε συνήθεια
απ’ τις μανάδες τα παιδιά, τους άνδρες και τα αδέλφια
γιατί δεν φώλιαζε καρδιά στα παγωμένα στήθια
είχε για σήμερα ο εχθρός  διαβολεμένα κέφια.

Εκεί εσμίξαν πρώτη φορά πιασμένοι χέρι, χέρι
αδελφωμένοι  όλοι τους στο ίδιο ακαρτέρι
Γιατροί, Εργάτες, Δάσκαλοι, Υπάλληλοι, Αφεντάδες,
Τσοπάνηδες, Καθηγητές, Έμποροι και Παπάδες.
Δεν χώρισαν ανέβηκαν το Γολγοθά,  και από κει να δούνε
αυτούς που είχαν στα Σχολειά κλεισμένους να καούνε.
Καίνε την Πόλη οι Γερμανοί, καίνε τα Σχολεία
πούταν τα γυναικόπαιδα, αρχίζει η τραγωδία.

Αλαλαγμοί ακούγονται, φωνές, κατάρες, βόγκοι
κι’ αντιλαλούνε στα βουνά, τα παίρνουνε οι λόγγοι
τα κάνουνε τραγούδι τους, τα στέλνουν, ν’ ακουστούνε
στη Βιάννου,  στην Τσαρίτσανη, στο ξακουστό Δοξάτο.
μαύρα πουλιά τα παίρνουνε πικρά τα τραγουδούνε,
κάψανε τα Καλάβρυτα, τα κάψαν από πάτο.
Όλοι τους, μαρμαρώσανε, μιλιά κανείς δεν βγάζει,
τους κόπηκε η αναπνοή, δάκρυ κανείς δεν στάζει,
πως είναι όνειρο φρικτό μαζί τρελό νομίζουν
δεν γίνονται πραγματικά αυτά που αντικρίζουν….
Φωτοβολίδες άστραψαν τον ουρανό ξεσκίζουν,
τα πολυβόλα στήθηκαν, αρχίζουν και θερίζουν
αυτούς που ως τώρα είχανε την πόλη ν’ αντικρίζουν…
Με ξιφολόγχες τσεκουριές, και πιστολιές τα χτήνη
δώσανε την χαριστική
με δίχως την παραμικρή από τη φρίκη οδύνη.

Ποιος να το έλεγε ποτέ ποιος να το φανταστεί
το φρεσκοσπαρμένο χωράφι του Καππή.
Θα γίνονταν ο Τάφος τους, εκεί που η Γη θα εγέννα
εκεί να τους « θερίσουνε» δεν άφησαν κανένα.
Μίμης Οικονόμου  2431024913 – 14 Τρίκαλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου